-
1 μαθηματικος
-
2 μαθηματικός
η, ό[ν] 1. математический;2. (ο, η) математик -
3 μαθηματικός
[матиматикос] аг. математический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαθηματικός
-
4 μαθηματικός
[матиматикос] ουσ. математик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαθηματικός
-
5 μαθηματικός
[матиматикос] аг. математический. -
6 μαθηματικός
[матиматикос] ουσ математик. -
7 αριθμος
(ᾰ) ὅ1) количество, числоἀριθμῶ и ἐς ἀριθμόν Her., (τὸν) ἀριθμόν Xen., Plat. и εἰς τὸν ἀριθμόν Men. — числом, численно, по количеству;
ἀ. σωματικός или αἰσθητός Arst. — именованное число:ἀ. μαθηματικός Arst. — отвлеченное число;πλῆθος ἐς ἀριθμόν Her. — численный состав2) протяжение, длина(ὁδοῦ Xen.)
3) длительность, промежуток(χρόνου Aeschin.)
4) сумма(ἀργυρίου Xen.)
ὅ πᾶς ἀ. Thuc. — общая сумма, итог5) подсчет, исчисление(ἀριθμὸν ποιεῖσθαι Her. и ποιεῖν Plat.)
ἀριθμῷ Her. — в определенном количестве, но тж. Thuc. в числовом выражении, в цифрах6) наука о числе, искусство счисления(ἀριθμὸν εὑρεῖν Plat. или ἐξευρεῖν Aesch.)
7) перекличка8) вес, достоинство, значениеοὐκ εἰς ἀριθμὸν ἥκειν λόγων Eur. — не приниматься в расчет;
τούτων ἀ. οὐδείς ἐστι Plut. — это не имеет никакого значения9) pl. числовые отношения, связное целое, совокупность(ἅπαντες οἱ ἀριθμοί Isocr.; οἱ τοῦ σώματος ἀριθμοί Plat.)
10) вещь (по порядку), номер(ὅ δεύτερος ἀ. Eur.)
11) пустое число (без содержания)ἀ. τῶν λόγων Soph. — набор пустых слов;
(ὅ) ἀ. Eur., Arph.; — ничтожество12) грам. число
См. также в других словарях:
μαθηματικός — fond of learning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… … Dictionary of Greek
μαθηματικός — ή, ό ο σχετικός με τη μαθηματική επιστήμη: Μαθηματική ανάλυση. ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά: Από μικρός ήθελε να γίνει μαθηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθηματικά — μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc pl μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc/acc dual μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικώτερον — μαθηματικός fond of learning adverbial comp μαθηματικός fond of learning masc acc comp sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικῶν — μαθηματικός fond of learning fem gen pl μαθηματικός fond of learning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικόν — μαθηματικός fond of learning masc acc sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… … Dictionary of Greek
αναδιάταξη — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στις ακολουθίες ή στις σειρές για να δηλώσει την εναλλαγή της τάξης των όρων τους. Ακριβέστερα, όταν δίνεται μια ακολουθία ή μια σειρά, ορίζουμε ως α. μια άλλη ακολουθία ή σειρά, που προκύπτει από αυτή με… … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
ανεξάρτητη μεταβλητή — Μαθηματικός όρος. Η τιμή της μεταβλητής μιας συνάρτησης που μεταβάλλεται αυθαίρετα, χωρίς κανένα εξωτερικό περιορισμό. Π.χ. στη συνάρτηση y = φ(Χ) η x, η α.μ. μπορεί να λάβει οποιαδήποτε τιμή από το σύνολο ορισμού, ενώ η y δεσμεύεται να λάβει… … Dictionary of Greek