-
1 κανων
- όνος ὅ1) прут, брусокοἱ κανόνες Hom. — (внутренние) прутья щита (служившие и его основой, и его рукоятью): (ἀοπὴς) δύω κανόνεσσι ἀραρυῖα Hom. щит, укрепленный двумя брусками
3) тех. правило, отвес4) линейка для графления(κ. γραφίδων ἰθυτάτων φύλαξ Anth.)
5) правило, норма(κανόνες καὴ πήχεις ἐπῶν Arph.; τῷ κανόνι τινὴ στοιχεῖν NT.)
ἀκτὴς ἡλίου, κ. σαφής Eur. — солнечный луч - верный руководитель6) (тж. κ. καὴ μέτρον Arst. и τὸ μέτρον τοῦ κανόνος NT.) мера, образец, мерило(τοῦ καλοῦ Eur.; τῶν ἀγαθῶν Dem.; κ. ἀσφαλής Arst.; ἀρετῆς καὴ ὀρθότητος Plut.)
7) отвес (язычок) весов8) муз. числовые соотношения звуков9) твердая отправная точка, точно установленная датаκανόνες χρονικοί Plut. — хронологические вехи, основные исторические даты ( на основе которых исчислялись прочие даты)
10) канон (установленный александрийскими грамматиками список образцовых греч. писателей) -
2 αστροθετος
-
3 γωνια
ион. γωνίη ἥ1) угол(τοῦ προνηΐου Her.; ἥ ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τείνουσα γραμμή Plat.)
κατ΄ ὀξείας γωνίας Arst. — под острым углом;πρὸς ὁμοίας γωνίας Arst. — под равными углами;κεφαλέ γωνίας NT. — краеугольный камень;αἱ τέσσαραι γωνίαι τῆς γῆς NT. — четыре страны света;ἐν γωνίᾳ NT. — в углу, т.е. келейно, тайком2) углообразный выступ3) угольник(κανόνες καὴ γωνίαι Plat.; σφαῖραι καὴ γωνίαι Plut.)
4) угол мостового устоя ( для разрезания волн) -
4 μαθηματικος
-
5 συμφραδμων
- ονος adj.1) подающий советы, советующий, советник Hom.2) согласно звучащий, созвучный(κανόνες αὐλῶν Anth.)
-
6 ταυτολογος
-
7 χρονικος
-
8 ακαθιέρωτος
-
9 ευπρέπεια
η1) приличие, (благо)пристойность;τηρώ τούς κανόνες της ευπρέπειας — соблюдать приличия;
2) безупречный внешний вид, изысканность -
10 κανόνας
ο1) правило, закон; канон;γραμματικοί κανόνες — грамматические правила;
κατά κανόνα — как правило;
2) церк. канон (молитва);3) церковное наказание; 4) линейка -
11 μετρικός
-
12 συνωμοτικός
-
13 τέχνη
η1) профессия; ремесло; 2) искусство;η Ακαδημία των καλών τέχνων — Академия Художеств;
εφαρμοσμένες τέχνες — прикладное искусство;
είκαστικές (καλές) τέχνες — изобразительные (изящные) искусства;
έργο τέχνης — произведение искусства;
3) умение, искусность, мастерство; техника;τέχνη του σκακιού — техника шахматной игры;
με μεγάλη τέχνη — с большим искусством;
με τέχνη — а) умело, ловко; — б) обманным путём;
κατέχω την τέχνη να... — владеть искусством чего-л.;
φτιαγμένος με τέχνη — искусный (о работе и т. п.);
§ γι' αγάπη της τέχνης — из любви к искусству;
με όλους τούς κανόνες της τέχνης — по всем правилам искусства
-
14 φυλά(γ)ω
(αόρ. εφύλαξα) μετ.1) стеречь, сторожить; охранять;φυλά(γ)ω τό κοπάδι — сторожить стадо;
2) беречь; сохранять; хранить;φυλά(γ)ω τα λεφτά μου — беречь деньги;
3) предохранять, оберегать, защищать;4) соблюдать (что-л.); быть верным (чему-л.);φυλά(γ)ω τούς κανόνες (τη συμφωνία) — соблю-
дать привила (договор);5) подстерегать, выслеживать;φυλά(γ)ω καρτέρι — устраивать засаду, подстерегать;
§ φυλά(γ)ω τό λόγο μου — держать слово;
φυλά(γ)ω πάθος κατά τίνος — таить злобу против кого-л.;
φυλά(γ)ω κακία;
κάποιου таить зло против кого-л.;του το φυλά(γ)ω — я ему это припомню;
όποιος φυλά(γ)ει, φυλά(γ)ει γιά άλλονε — посл, скупой не для себя копит;
όποιος φυλά(γ)ει τα ρούχα του έχει τα μισά — погов, бережёного бог бережёт;
1) — беречься, остерегаться, быть осторожным;φυλά(γ)ομαι
φυλάξου! берегись!;2) укрываться, прятаться;φυλά(γ)ομαι απ' τη βροχή — укрываться от дождя
-
15 φυλά(γ)ω
(αόρ. εφύλαξα) μετ.1) стеречь, сторожить; охранять;φυλά(γ)ω τό κοπάδι — сторожить стадо;
2) беречь; сохранять; хранить;φυλά(γ)ω τα λεφτά μου — беречь деньги;
3) предохранять, оберегать, защищать;4) соблюдать (что-л.); быть верным (чему-л.);φυλά(γ)ω τούς κανόνες (τη συμφωνία) — соблю-
дать привила (договор);5) подстерегать, выслеживать;φυλά(γ)ω καρτέρι — устраивать засаду, подстерегать;
§ φυλά(γ)ω τό λόγο μου — держать слово;
φυλά(γ)ω πάθος κατά τίνος — таить злобу против кого-л.;
φυλά(γ)ω κακία;
κάποιου таить зло против кого-л.;του το φυλά(γ)ω — я ему это припомню;
όποιος φυλά(γ)ει, φυλά(γ)ει γιά άλλονε — посл, скупой не для себя копит;
όποιος φυλά(γ)ει τα ρούχα του έχει τα μισά — погов, бережёного бог бережёт;
1) — беречься, остерегаться, быть осторожным;φυλά(γ)ομαι
φυλάξου! берегись!;2) укрываться, прятаться;φυλά(γ)ομαι απ' τη βροχή — укрываться от дождя
-
16 αποστολικός
αποστολικός, -ή, -όапостольский:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αποστολικός
-
17 κανόνας
κανόνας οканон –1) правило, закон; постановление Вселенских соборов об основах вероучения и церковной жизни;ΦΡ.ιεροί κανόνες — священные каноны Церкви;2) совокупность канонических книг Ветхого (39) и Нового Заветов (27), которые признаются Церковью богодухновенными;3) особый жанр богослужебных песнопений. Составляется в честь Господа, Богородицы, святого или праздника. Канон обычно состоит из девяти песен (исключая вторую). Каждая песнь состоит из 3-6 тропарей. Таким образом канон составляют 27-54 тропаря. Первая песнь воспевает Христа, следующая – святого, предпоследняя – Святую Троицу и последняя девятая песнь поется в честь Богородицы;4) совокупность правил, предопределяющих форму и содержание православного искусства;5) монашеское келейное правилоЭтим.дргр. < κανών-όνος < κάννα «тростник, камыш». Первоначальное значение слова «прут, брусок». Слово используется как термин в математике, музыке и церкви в значении «прототип, образец, начальная форма» -
18 μοναστηριακός
μοναστηριακός, -ή, -όмонастырский:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μοναστηριακός
См. также в других словарях:
κανονές — ο ημικυλινδρική πτυχή ενδύματος … Dictionary of Greek
κανόνες — κανών straight rod masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλογής, κανόνες — Κανόνες που καθορίζουν τις δυνατές μεταπτώσεις ατόμων, μορίων, πυρήνων ατόμων, στοιχειωδών σωματίων από μία κβαντική ενεργειακή κατάσταση σε μία άλλη. Από τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής διεγερμένων αερίων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατές οι… … Dictionary of Greek
Συντακτικές Πράξεις — Κανόνες δικαίου που θεσπίζει η εκτελεστική εξουσία με τις πράξεις αυτές μεταρρυθμίζονται ή καταργούνται διατάξεις του Συντάγματος. Σ. πράξεις είναι και τα αναγκαστικά διατάγματα, τα οποία επίσης εκδίδονται, παρά τις διατάξεις του Συντάγματος που… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek