-
1 факультативный
προαιρετικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > факультативный
-
2 курс
курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος* * *м1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνσηвзять курс на… — κατευθύνομαι προς…
внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός
2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλίαя на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής
3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα••валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος
-
3 расписание
-
4 перед
перед Iпредлог с твор. п.1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:\перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:\перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.перед IIм τό μπροστινό μέρος:\перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. -
5 расписание
-я ουδ.1. δρομολόγιο (μεταφορικού μέσου).2. πρόγραμμα•расписание уроков ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων•
расписание занятий πρόγραμμα μαθημάτων•
расписание лекций πρόγραμμα διαλέξεων.
-
6 курс
1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους- следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс
-
7 преподавание
η διδασκαλία, η παράδοση μαθημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преподавание
-
8 занятие
занят||иес1. (труд, работа) ἡ ἀσχολία, ἡ ἀπασχόληση [-ις], ἡ ἐργασία:род \занятиеий τό ἐπάγγελμα· побочное \занятие τό πάρεργο·2. \занятиеия мн. (учеба) οἱ ἀσχολίες, οἱ ἐργασίες / τά (σχολικά) μαθήματα (школьные):практические \занятиеия (лабораторные) τά ἐργαστηριακά μαθήματα, τά ἐργαστήρια· часы \занятиеий а) (в школе) οἱ ὠρες τῶν μαθημάτων, б) (в институте) οἱ παραδόσεις· тактические \занятиеия воен. μαθήματα τακτικής·3. (времяпрепровождение) разг ἡ ἀσχολία·4. (захват) ἡ κατάληψη [-ις]:\занятие города ἡ κατάληψη τής πόλης. -
9 курс
курсм1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:\курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):\курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:краткий \курс ἡ ἐπιτομή·4. мед.:\курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων. -
10 посещцаемостьение
посещца́емость||ениес ἡ ἐπίσκεψη:\посещцаемостьениеение занятий ἡ παρακολούθηση μαθημάτων, ἡ φοίτηση· чистое \посещцаемостьениеение театров πηγαίνω συχνά στό θέατρο. -
11 учебный
учебн||ыйприл1. σχολικός, διδακτικός:\учебный год τό σχολικό[ν] ἔτος· \учебныйые пособия τά σχολικά βιβλία· \учебныйые часы οἱ \учебный ὠρες μαθημάτων \учебныйые занятия τά μαθήματα· \учебный предмет τό διδασκόμενο μάθημα· \учебныйая программа τό σχολικό πρόγραμμα· \учебныйая часть τό τμήμα σπουδών· \учебныйое заведение τό ἐκπαιδευτικό ίδρυμα·2. (тренировочный) ἐκπαιδευτικός:\учебный батальон τό ἐκπαιδευτικό[ν] τάγμα· \учебныйое судно τό ἐκπαιδευτικόν πλοΐον \учебный полет ἡ ἐκπαιδευτική πτήση. -
12 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
13 заочный
επ.πού γίνεται, εν απουσία•-ая любовь αγάπη από μακριά (εξ αποστάσεως).
|| γινόμενος χωρίς παρακολούθηση μαθημάτων, με σπιτική μελέτη•, учиться в -ом1’ институте σπουδάζω στο ινστιτούτο με σπιτική μελέτη. -
14 кабинетный
επ.του γραφείου•-ая мебель έπιπλα γραφείου.
|| της αίθουσας•-ая система учёбы σύστημα διδασκαλίας κατά ειδικές αίθουσες μαθημάτων.
εκφρ.кабинетный портрет – προσωπογραφία γραφείου (μεγάλη)•кабинетный рояль – το μικρό πιάνο. -
15 курсист
-а α.-ка, -и θ. παλ. ακροατής, -άτρια διαλέξεων, μαθημάτων φοιτητής, -τρία. -
16 обязательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно,•1. υποχρεωτικός απαραίτητος•-ое посещение занятий υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων•
постановление обязательный -ое для всех η απόφαση είναι υποχρεωτική για όλους•
всеобщее -ое обучение γενική υποχρεωτική εκπαίδευση.
2. εξυπηρετικός• επικουρικός•очень обязательный человек πολύ εξυπηρετικός άνθρωπος.
|| παλ. ευγνώμονας.εκφρ.обязательный экземпляр – υποχρεωτικό αντίτυπο έκδοσης έργου (για βιβλιοθήκες, ιδρύματα). -
17 очный
επ. -ая ставка αντιπαράσταση• αντιμωλία•-ое обучение ημερήσια σπουδή (με προσωπική παρακολούθηση των μαθημάτων)•
давать -ую стивку φέρω σε αντιπαράσταση.
-
18 перерыв
-а α.1. κοπή, κόψιμο•перерыв провода κόψιμο καλωδίου.
2. διάλειμμα•перерыв между уроками διάλειμμα μεταξύ μαθημάτων•
сделать перерыв в работе κάνω διάλειμμα στη δουλειά•
без -а χωρίς διακοπή (διάλειμμα).
-
19 подготовка
-и θ.προετοιμασία, προπαρασκευή προκατάρτιση•подготовка уроков προετοιμασία των μαθημάτων•
подготовка к экзаменам προετοιμασία για τις εξετάσεις•
слабая подготовка αδύνατη προετοιμασία•
без -и απροετοίμαστα απ ευθείας.
εκφρ.артиллерийская подготовка – προετοιμασία πυροβολικού. -
20 посещаемость
-и θ.αριθμός επισκέψεων•-музея растёт ο αριθμός των επισκέψεων του μουσείου αυζαίνει.
|| παρακολούθηση (μαθημάτων, διαλέξεων κ.τ.τ.) συμμετοχή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαθημάτων — μάθημα that which is learnt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
παραλληλία — ή, ΝΜ [παράλληλος] η ιδιότητα τών παράλληλων πραγμάτων, το να είναι δύο πράγματα παράλληλα μεταξύ τους νεοελλ. φρ. α) «παραλληλία μαθημάτων» η συγγένεια τών διδασκόμενων μαθημάτων ως προς το περιεχόμενο β) «αξίωμα παραλληλίας» μαθημ. αξίωμα τής… … Dictionary of Greek
πρόγραμμα — το, ΝΜΑ [προγράφω] νεοελλ. 1. λεπτομερής καταγραφή ενεργειών και πράξεων οι οποίες πρόκειται να γίνουν σε καθορισμένο χρόνο (α. «πρόγραμμα αγώνων» β. «πρόγραμμα θεατρικής παράστασης [ή κινηματογραφικής προβολής]» έντυπο που περιλαμβάνει γενικές… … Dictionary of Greek
σεμινάριο — Ονομασία εκκλησιαστικών σχολών του 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Τα σ. προπαρασκεύαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Σχολεία του είδους υπήρχαν και πριν, αλλά τα σ. ήταν περισσότερο συγκροτημένα και είχαν δασκάλους τους μορφωμένους θεολόγους. Τέτοια … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης — Ελληνικό σχολείο της Σμύρνης (1733 1922). Υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ιδρύθηκε από τρεις φιλόμουσους Σμυρναίους, τους Παντελή Σεβαστόπουλο, Γεώργιο Όμηρο και Ζωρζή Βιτάλη, με σκοπό «την διάδοσιν… … Dictionary of Greek
Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… … Dictionary of Greek
Μεγάλη του Γένους Σχολή — Σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο παρείχε ανώτερη εκπαίδευση και λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη ρητή μνεία πατριαρχικού σχολείου ανάγεται στα μέσα του 16ου αι. Τότε ο πατριάρχης… … Dictionary of Greek
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
Hermarchus — ( el. Ἕρμαρχoς), sometimes, but incorrectly, written Hermachus. He was a son of Agemarchus, a poor man of Mytilene (in insular Greece), and was at first brought up as a rhetorician, but afterwards became a faithful disciple of Epicurus, who left… … Wikipedia