-
1 μαζών
-
2 μαζῶν
-
3 ατιμάζων
-
4 ἀτιμάζων
-
5 περιμαιμάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιμαιμάω
-
6 σταγών
A drop, κροκοβαφὴς ς., of blood, A.Ag. 1122 (lyr.), cf. Ch. 400 (anap.); , cf. E.Ba. 767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.);σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8
; δίψιοι ς., of tears, A.Ch. 186, cf. Ag. 888; οἴνου χλωραὶ ς. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία ς., of wine, Ephipp.29;τῆς.. ἀπὸ Λέσβου.. σταγόνος Antiph.174.5
;σ. σπονδῖτις AP6.190
(Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.);σ. πίσσης Str.16.2.44
; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; with dew-drops,IG
14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626). -
7 τερενόχρως
A with tender skin,τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Anaxandr.41.37
(anap.); heterocl. dat.τερενόχροϊ Opp.H.2.56
; nom. pl.τερενόχροες Orph.L.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερενόχρως
-
8 ἴχνος
A track, footstep, Od.17.317, Hes.Op. 680, Hdt.4.82; of the spoor of game, X.Cyn.6.15, etc.: metaph., track, trace,κατ' ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον A.Ag. 695
(lyr.); ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν.. λόγων ἴ. Id.Pr. 845;ἴ. κακῶν ῥινηλατούσῃ Id.Ag. 1184
;ἴ. παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας S. OT 109
;ἴ. τειχέων E.Hel. 108
;ἴχνη τῶν πληγῶν Pl.Grg. 524c
;τὰ τῶν κονδύλων ἴ. Aeschin.3.212
: with neg., not a trace,μαζῶν οὐδὲ ἴχνη Aret.SD1.8
; ἴ. ποδὸς θεῖναι, Lat. vestigia ponere, E.IT 752, cf. Or. 234;θέσθαι AP7.464
(Antip.); λεπτὸν ἴ. ἀρβύλης τίθετε step softly, E.Or. 140 (lyr.);ἴ. ἐπαντέλλειν ποδός Id.Ph. 105
(lyr.);ἴ. ἐρείδειν AP5.300
(Paul. Sil.); ἐν ἴχνεσί τινος πόδα νέμειν (metaph.) Pi.N.6.15;ἰχνῶν τινος ἔχεσθαι Lib.Or.64.4
;τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12
; κατ' ἴχνος ᾄσσειν, κατ' ἴχνη διώκειν, S.Aj.32, Pl.R. 410b, cf. E.Hec. 1059 (lyr.);εἰς ἴχνος τινὸς ἰέναι Pl.Ep. 330e
; ἴ. μετιέναι, μετελθεῖν, Id.Phdr. 276d, Tht. 187e; ἴχνους προσάπτεσθαι hit upon a trail, Id.Plt. 290d;τοῖς ἀρχαίοις ἴ. ἐς τὰ θεμέλια χρωμένους Jul.Or.2.66b
; ;μήτ' ἴ. μήτ' αἴθυγμα.. παραδιδόντων Phld.Sign.29
, cf. Rh.1.91 S.3 hard sole of the foot, LXX De.11.24,al., Gal.10.876, Orib.47.9.7; sole of a shoe, Hp.Art.62,Arr.Ind.16.5; sandal, POxy.1449.51 (pl., iii A.D.).5 ἴ. ἀνθρώπινον, as a measure of length, Ruf.Anat.31.6 track, route in the desert, PRyl.197.8 (ii A.D.).7 pl., representations of footprints as votive offerings indicating the presence of a God,ἀνέθηκαν.. κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ ἐνέργιαν ἴχνη αὐτοῦ χρύσεα τέσσερα BCH51.106
([place name] Panamara), etc.
См. также в других словарях:
μαζῶν — μᾱζῶν , μᾶζα barley cake fem gen pl μαστός b masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek