-
1 μαζεύω
(αόρ. εμάζευσα и μάζεψα) 1. μετ.1) собирать (в разн. знач);μαζεύ βερεσέδια — собирать долги;
μαζεύω σοδειά — собирать, убирать урожай;
μαζεύω λουλούδια — собирать цветы;
μαζεύω τον κόσμο — собирать народ;
μαζεύω χρήματα — копить деньги;
μαζεύω γραμματόσημα — собирать марки;
2) подбирать (упавшее, тж. перен.);μαζεύ τα τσιγάρα μου, πού πέσανε — подбирать просыпанные сигареты;
μαζεύω τα πόδια μου — подобрать ноги;
μαζεύω τα
-
2 μαζεύω
[мазэво] ρ. {μτβ.) собирать, накапливать, убиратьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαζεύω
-
3 μαζεύω
[мазэво] ρ {μτβ) собирать, накапливать, убирать. -
4 μαζεύω
toplamak, biriktirmek, derlemek -
5 μαζεύω
1) amasser2) cueillir -
6 μαζεύω
1) gromadzić czas.2) zbierać czas. -
7 μαζεύω
-
8 μαζεύω
1) furl2) gather3) marsh4) pickΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαζεύω
-
9 μαζεύω χρήματα
reunir diners -
10 cueillir
μαζεύω -
11 nabrat
μαζεύω -
12 natrhat
μαζεύω -
13 očesat
μαζεύω -
14 скапливать
μαζεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скапливать
-
15 собирать
собира||тьнесов1. μαζεύω, συλλέγω:\собирать цветы μαζεύω λουλούδια· \собирать урожай μαζεύω τή σοδειά· \собирать деньги μαζεύω (или συνάζω) χρήματα· \собирать членские взносы μαζεύω (или συλλέγω) συνδρομές· \собирать коллекцию κά(μ)νω συλλογή[ν], συλλέγω·2. (созывать) συγκεντρώνω, μαζεύω·3. (машину и т. п.) συναρμολογώ, μοντάρω·4. (снаряжать в путь) ἐτοιμάζω·5. (делать сборки) μαζεύω· ◊ \собирать большинство́ голосов συγκεντρώνω τήν πλειοψηφία· \собирать все свой силы συγκεντρώνω ὅλες τίς δυνάμεις· μου· \собирать на стол στρώνω τό τραπέζι. -
16 нарвать
I нарвать Ι (собрать) μαζεύω·\нарвать цветов μαζεύω λουλούδια II нарвать II (о нарыве) εμπυάζω, μαζεύω πύο* * *I( собрать) μαζεύωIIнарва́ть цвето́в — μαζεύω λουλούδια
( о нарыве) εμπυάζω, μαζεύω πύο -
17 собрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -оρ.σ.μ.1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•
собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•
собрать в кучу συσσωρεύω•
собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•
собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.
2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•
собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).
4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.5. συναρμολογώ, μοντάρω.6. συλλέγω•собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.
7. συγκομίζω•собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•
собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•
собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.
8. εντείνω•собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.
1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.2. συλλέγομαι.3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.
5. εξασφαλίζομαι•собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•
собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.
6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).εκφρ.собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου. -
18 убрать
уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран-а κ. -а, -о ρ.σ.μ.1. παίρνω•убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).
|| βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•
-подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.
2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).διώχνω, εκδιώκω•-ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.
|| παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.
4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).
5. τοποθετώ, βάζω•убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.
|| μαζεώ, περιστέλλω•убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.
|| συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.
6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.
7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•
убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.
|| παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.1. φεύγω, αναχωρώ•он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.
2. τελειώνω•вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.
3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).
-
19 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ -
20 убрать
убрать 1) (прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνω; \убрать со стола σηκώνω το τραπέζι 2) (привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώ; \убрать комнату συγυρίζω το δω μάτιο· \убрать постель σηκώνω το κρεβάτι 3) (урожай) συγκομίζω, μαζεύω* * *1) ( прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνωубра́ть со стола́ — σηκώνω το τραπέζι
2) ( привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώубра́ть ко́мнату — συγυρίζω το δωμάτιο
убра́ть посте́ль — σηκώνω το κρεβάτι
3) ( урожай) συγκομίζω, μαζεύω
См. также в других словарях:
μαζεύω — μαζεύω, μάζεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαζεύω — και μαζώνω μάζεψα και έμασα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, μτβ. 1. συλλέγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω: Μάζευε κόσμο για την προεκλογική εκστρατεία. 2. αποταμιεύω: Μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα. 3. σηκώνω κάτι από κάτω: Μάζεψα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αγουρομαζεύω — μαζεύω τους καρπούς άγουρους, αγουροκόβω* … Dictionary of Greek
σακουλομαζώνω — Ν 1. μαζεύω κάτι μέσα σε σακούλι ή μαζεύω κάτι με την σακούλα 2. μαζεύω τα σακούλια μου, δηλαδή τις αποσκευές μου 3. παροιμ. «άκουγε γριά, και γροίκα και σακουλομάζωνε» λέγεται για εκείνους που εκδιώχθηκαν αντικανονικά από μια θέση ή υπηρεσία.… … Dictionary of Greek
συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… … Dictionary of Greek
αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ … Dictionary of Greek
αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… … Dictionary of Greek
αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] … Dictionary of Greek
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek
επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] … Dictionary of Greek