Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαδωνάϊς

См. также в других словарях:

  • μάδος — μάδος, ὁ (Α) 1. λευκή άμπελος («μάδος ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος», Διοσκ.) 2. η μαδωνάις,* το φυτό νυμφαία 3. (κατά τον Ησύχ. ως ουδ.) τὸ μάδος εργαλείο για το μάδημα τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < μαδῶ] …   Dictionary of Greek

  • μαδωνία — και μαδωνάϊς, ἡ (Α) το φυτό νυμφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»