-
1 μαδωνάϊς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαδωνάϊς
-
2 μάδος
-
3 νυμφαία
νυμφ-αία, ἡ,A = μαδωνάϊς, yellow water-lily, Nuphar luteum, Thphr. HP9.13.1, Dsc.3.132.2 white water-lily, Nymphaea alba, ibid.II pr. n., a name of Ariadne, BMus.Cat.Vasesiii p.234.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφαία
См. также в других словарях:
μάδος — μάδος, ὁ (Α) 1. λευκή άμπελος («μάδος ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος», Διοσκ.) 2. η μαδωνάις,* το φυτό νυμφαία 3. (κατά τον Ησύχ. ως ουδ.) τὸ μάδος εργαλείο για το μάδημα τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < μαδῶ] … Dictionary of Greek
μαδωνία — και μαδωνάϊς, ἡ (Α) το φυτό νυμφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)] … Dictionary of Greek