-
1 μαδαρότης
-
2 μαδαρότης
μαδαρότης, ητος, ἡ, Kahlheit
См. также в других словарях:
μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων … Dictionary of Greek
μαδαρότης — baldness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρότητι — μαδαρότης baldness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)