-
1 μαδάρεις
μαδάρεις· τὰ πλατύλογχα τῶν κρεάτων (Celt.), Hsch. ( πλατύτερα λόγχα codd.), cf. Str.4.4.3 (prob.) and Lat.A mataris.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαδάρεις
-
2 πλατύλογχος
πλᾰτῠ-λογχος, ον,II Subst. π., τό, partisan, Str.17.3.7, prob. in Hsch. s.v. μαδάρεις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατύλογχος
См. также в других словарях:
μαδάρεις — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κέλτες) «τὰ πλατύλογχα τῶν κρεάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μαγαρίς] … Dictionary of Greek
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия
μαγαρίς — μαγαρίς, ίδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὰ σπάθη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν θεωρείται ορθή. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. τού ματαρίς, που συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου μαδάρεις «τὰς πλατυτέρας… … Dictionary of Greek