-
1 μαγειρείων
μαγειρεί̱ων, μαγειρεῖονbutcher's shop: neut gen pl -
2 ἐκχαρέων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκχαρέων
См. также в других словарях:
μαγειρείων — μαγειρεί̱ων , μαγειρεῖον butcher s shop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)