-
1 μαγεία
μαγεία, ἡ, eigtl. die Gelehrsamkeit u. der Gottesdienst der Magier bei den Persern, ϑεῶν ϑεραπεία, Plat. Alc. I, 122 a; Zauberei, Magie, Kunst od. Betrügerei des Magiers, καὶ γοητεῖαι, Plut. superst. 12; nach Schol. Il. 1, 81 ist μαγεία das Anrufen, Beschwören guter Götter zu einem guten Zwecke, γοητεία böser zum bösen Zwecke.
-
2 μαγεία
-
3 magia
magīa, ae, f. (μαγεία), die Wissenschaft der Magier, die Magie, Zauberei, Apul. apol. 25. p. 34, 1 Kr. u.a. Amm. 23, 6, 32: Thessalica, Prud. c. Symm. 1, 89: Plur. meton. = Zauberkünste, Zaubereien, Vulg. act. apost. 8, 11.
-
4 γοητεία
γοητεία, ἡ, Zauberei, Gaukelei, Betrügerei; Plat. Conv. 202 e ἐπῳδὰς καὶ μαντείαν πᾶσαν καὶ γ., vgl. Legg. XI, 932; καὶ μαγεῖαι Plut. superst. 12; vom Redner Din. 1, 66. Nach VLL. ἐπὶ τῷ ἀνάγειν νεκρὸν δι' ἐπικλήσεως, ὅϑεν εἴρηται ἀπὸ τῶν γόων καὶ τῶν ϑρήνων τῶν περὶ τοὺς τάφους γενομένων, letztes schwerlich richtig, vgl. μαγεία u. φαρμακεία. Auch Sp., meist in bösem Sinne; καὶ ἀπάτη Pol. 4, 20, 5; vgl. 15, 17, 2; = ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc. Nigr. 15; ἡ τῆς φύσεως γ., wo der Mensch nicht mit klarem Bewußtsein handelt, Plotin. in Villois. Anecd. II p. 236; in gutem Sinne, Zauberer, nach Plut. sol. anim. 3 p. 143 ἡδονῆς τῷ μὲν δι' ὤτων ὄνομα κήλησίς ἐστι, τῷ δὲ δι' ὀμμάτων γοητεία.
-
5 magia
magīa, ae, f. (μαγεία), die Wissenschaft der Magier, die Magie, Zauberei, Apul. apol. 25. p. 34, 1 Kr. u.a. Amm. 23, 6, 32: Thessalica, Prud. c. Symm. 1, 89: Plur. meton. = Zauberkünste, Zaubereien, Vulg. act. apost. 8, 11.
См. также в других словарях:
μαγεία — μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc/acc dual μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείᾳ — μαγείᾱͅ , μαγεία theology of the Magians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
μαγεία — η 1. η τέχνη των αρχαίων μάγων: Η μαγεία ήταν συνηθισμένη στους ανατολικούς λαούς. 2. η χρησιμοποίηση απατηλών μεθόδων για πρόκληση υπερφυσικών δυνάμεων, τα μάγια: Την ενδιαφέρει ό,τι σχετίζεται με τη μαγεία. 3. γοητεία, ευχαρίστηση, ηδονή: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγείας — μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem acc pl μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείαν — μαγείᾱν , μαγεία theology of the Magians fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειῶν — μαγεία theology of the Magians fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεῖαι — μαγεία theology of the Magians fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείαις — μαγεία theology of the Magians fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek