-
1 μαγάδης
См. также в других словарях:
μαγάδης — μαγάδης, ὁ (Α) η μάγαδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
1 μαγάδης
μαγάδης — μαγάδης, ὁ (Α) η μάγαδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek