Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μαίευμα

См. также в других словарях:

  • μαίευμα — μαίευμα, τὸ (AM) [μαιεύομαι] 1. το βρέφος που γεννήθηκε με τη βοήθεια τής μαίας («σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα», Πλάτ.) 2. μτφ. καθετί που έρχεται στο φως («ὁ ἐν σωματίοις κείμενος λόγος... ἔστι τοῡ ὑποδεξαμένου κώδικος μαίευμα, σπαργανοῡντος …   Dictionary of Greek

  • μαίευμα — product of a midwife s art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»