-
1 μίσχος
--------------------------------μίσχος, τό, Wollenflocke -
2 μίσχος
μίσχος, ὁ, auch μίσκος, 1) Blatt- u. Fruchtstiel, pediculus, Hesych. u. Theophr., ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον καὶ ὁ καρπός. – Dah. Hesych. ὁ παρὰ φύλλῳ κόκκος. – 2) ein Werkzeug zum Graben in Thessalien; Theophr.; Artemid. 2, 24, zw.
-
3 μίσχος [2]
-
4 ἄ-μισχος
-
5 μίσκος
-
6 ἄμισχος
См. также в других словарях:
μίσχος — stalk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… … Dictionary of Greek
μίσχος — ο λεπτό στέλεχος στο κάτω μέρος του φύλλου που το συνδέει με το υπόλοιπο φυτό, το κοτσάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίσχοι — μίσχος stalk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχον — μίσχος stalk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχου — μίσχος stalk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχους — μίσχος stalk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχων — μίσχος stalk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσχῳ — μίσχος stalk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… … Dictionary of Greek
κοιλόμισχος — κοιλόμισχος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει κοίλο μίσχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + μίσχος (πρβλ. ά μισχος, υψηλό μισχος)] … Dictionary of Greek