-
1 μισθιος
I3изготовляемый за плату, оплачиваемый по найму(πηνίσματα Anth.)
IIὅ наемный рабочий, наемник Plut. -
2 μίσθιος
ος и.ία, ον1) работающий за плату; наёмный; 2) арендуемый; арендованный;μίσθιος αγρός — арендованный участок земли, арендованное поле
-
3 μίσθιος
{сущ., 2}наемный, оплачиваемый по найму; как сущ. наемник, т.е. работник, нанятый за плату (Лк. 15:17, 19).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μίσθιος
-
4 μίσθιος
{сущ., 2}наемный, оплачиваемый по найму; как сущ. наемник, т.е. работник, нанятый за плату (Лк. 15:17, 19).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μίσθιος
-
5 μίσθιος
наемный, оплачиваемый по найму; как сущ. наемник (работник, нанятый за плату).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μίσθιος
-
6 3407
{сущ., 2}наемный, оплачиваемый по найму; как сущ. наемник, т.е. работник, нанятый за плату (Лк. 15:17, 19).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3407
См. также в других словарях:
μίσθιος — salaried masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθιος — ία, ιο (ΑΜ μίσθιος, ία, ιον) [μισθός] αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι») 2. το… … Dictionary of Greek
μισθίων — μίσθιος salaried fem gen pl μίσθιος salaried masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθιον — μίσθιος salaried masc acc sg μίσθιος salaried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίοις — μίσθιος salaried masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίου — μίσθιος salaried masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίους — μίσθιος salaried masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθια — μίσθιος salaried neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθιοι — μίσθιος salaried masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθία — μισθίᾱ , μίσθιος salaried fem nom/voc/acc dual μισθίᾱ , μίσθιος salaried fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίας — μισθίᾱς , μίσθιος salaried fem acc pl μισθίᾱς , μίσθιος salaried fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)