-
1 μίξ-οδος
-
2 μιξοδία
μιξ-οδία, ἡ, u. μίξ-οδος, ἡ, Mischweg, Kreuzweg; ἁλὸς μιξοδίας die gefährlichen Wege zwischen der Scylla u. Charybdis
См. также в других словарях:
μίξοδος — η (Α μίξοδος) νεοελλ. ναυτ. 1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος 2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού… … Dictionary of Greek