-
1 μήτειρα
-
2 παμ-μήτειρα
παμ-μήτειρα, ἡ, = παμμήτωρ; H. h. 30, 1; ϑεῶν, Mel. 102 (V, 165); Opp. Hal. 1, 414.
-
3 δμήτειρα
δμήτειρα, ἡ, Bezwingerin, entstanden aus ΔΜΗΤΈΡΙΑ, fem. von δμητήρ; Homer einmal, Iliad. 14, 259 εἰ μὴ νὺξ δμήτειρα ϑεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν, nach Scholl. Didym. Zenodot u. Aristophanes μήτειρα, Porphyrius Scholl. Iliad 8, 1 p. 216 a 45 εἰ μὴ νὺξ δὴ μήτηρ τε ϑεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν.
См. также в других словарях:
μήτειρα — μήτειρα, ἡ (Α) μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη τού μήτηρ + επίθημα τειρα (πρβλ. αυτοκρά τειρα, σώ τειρα)] … Dictionary of Greek
μήτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτειραν — μήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
παμμήτειρα — παμμήτειρα, ἡ (Α) παμμήτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτειρα (< μήτηρ)] … Dictionary of Greek