Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μήνας

  • 1 месяц

    α.
    1. μήνας•

    двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•

    месяц солнечный ηλιακός μήνας•

    лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•

    текущий месяц ο τρέχων μήνας•

    прошлый месяц ο περασμένος μήνας•

    будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•

    в начале -а στην αρχή του μήνα•

    в конце -а στο τέλος του μήνα.

    || περίοδος τριάντα ημερών•

    он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).

    2. φεγγάρι, σελήνη•

    полный месяц η πανσέληνος•

    новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•

    месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•

    месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > месяц

  • 2 месячник

    месячник м о μήνας ( κάποιας εργασίας)· \месячник греко-советской дружбы о μήνας έλληνο- σοβιετικής φιλίας
    * * *
    м
    ο μήνας (κάποιας εργασίας)

    ме́сячник гре́ко-росси́йской дру́жбы — ο μήνας έλληνο-ρωσικής φιλίας

    Русско-греческий словарь > месячник

  • 3 месяц

    месяц
    м
    1. (календарный) ὁ μήνας, ὁ μήν:
    в мае \месяце τόν Μἀη, τόν Μάϊο μήνα· ка́ждый \месяц κάθε μήνα· прошлый \месяц τόν περασμένο μήνα· \месяц тому́ назад πρό ἐνός μηνός· бу́дущий \месяц ὁ προσεχής (или ὁ ἐπόμενος) μήνας·
    2. (луна) ἡ σελήνη, τό φεγγάρι:
    молодой \месяц ἡ νέα σελήνη, τό καινούργιο φεγγάρι· ◊ медовый \месяц ὁ μήνας τοῦ μέλιτος.

    Русско-новогреческий словарь > месяц

  • 4 месяц

    месяц м 1) о μήνας 2) (луна) το φεγγάρι, η σελήνη
    * * *
    м
    1) ο μήνας
    2) ( луна) το φεγγάρι, η σελήνη

    Русско-греческий словарь > месяц

  • 5 месячник

    α.
    μήνας•

    месячник детской книги μήνας παιδικού βιβλίου.

    α.
    δουλοπάροικος με μηνιαία αμοιβή βλ. месячина.

    Большой русско-греческий словарь > месячник

  • 6 месяц

    1. (календарный) о μήνας 2. (Луна) η Σελήνη, το Φεγγάρι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > месяц

  • 7 синодический

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синодический

  • 8 медовый

    медов||ый
    прил
    1. μελένιος, μελάτος (приготовленный из меда или приправленный медом)/ μελιτώδης (похожий на мед)·
    2. (слащавый) μελιστάλαχτος, γλυκερός· ◊ \медовый месяц ὁ μήνας τοῦ μέλιτος· \медовыйые речи τά μελιστάλαχτα (или τά μελίρρυτα) λόγια.

    Русско-новогреческий словарь > медовый

  • 9 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 10 месяц

    [μιέσιτς] ουσ. α. μήνας

    Русско-греческий новый словарь > месяц

  • 11 месяц

    [μιέσιτς] ουσ α μήνας

    Русско-эллинский словарь > месяц

  • 12 август

    α.
    Αύγουστος (μήνας).

    Большой русско-греческий словарь > август

  • 13 беременность

    θ.
    εγκυμοσύνη, κυοφορία, κύηση•

    третий месяц -и τρίτος μήνας της εγκυμοσύνης.

    Большой русско-греческий словарь > беременность

  • 14 двадцатый

    αριθμ. τακτ.
    εικοστός•

    двадцатый век ο εικοστός αιώνας•

    сегодня двадцатый -ое число σήμερα ο μήνας έχει είκοσι•

    - ые годы столетия η 3η δεκαετία του αιώνα.

    Большой русско-греческий словарь > двадцатый

  • 15 лунный

    επ.
    σεληνιακός, της σελήνης, του φεγγαριού•

    -ая ночь φεγγαρόλουστη νύχτα, σεληνόφωτη νύχτα•

    лунный свет σεληνόφως•

    лунный год το σεληνιακό έτος•

    лунный месяц σεληνιακός μήνας.

    Большой русско-греческий словарь > лунный

  • 16 медовый

    επ.
    1. του μέλιτος•

    -ые соты μελικηρίδες, μελόπιτες.

    2. μελένιος.
    εκφρ.
    месяц – ο μήνας του μέλιτος (των νεόνυμφων).

    Большой русско-греческий словарь > медовый

  • 17 новолуние

    ουδ.
    νουμηνία, νέα σελήνη, καινούριο φεγγάρι νέος σεληνιακός μήνας. || το πιάσιμο του φεγγαριού.

    Большой русско-греческий словарь > новолуние

  • 18 октябрь

    я α.
    1. Οχτώβρης (μήνας).
    2. (με κεφαλαίο στα ρωσικά σημαίνει τον επαναστατικό Οχτώβρη)•

    годовщина октября η επέτειος του Οχτώβρη.

    Большой русско-греческий словарь > октябрь

  • 19 переломный

    επ.
    αποφασιστικός, καθοριστικός σημαδιακός•

    переломный месяц в ходе войны αποφασιστικός μήνας στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων•

    переломный год αποφασιστικός χρόνος ή χρόνος στροφής, καμπής.

    Большой русско-греческий словарь > переломный

  • 20 пролететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ•

    самолёт -л Урал το αεροπλάνο πέταξε πάνω από τα Ουράλια•

    -ел самолёт над головой πέταξε το αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι.

    || διατρέχω (διανύω) με μεγάλη ταχύτητα (σα να πετώ).
    2. πετάγομαι, εκσφενδονίζομαι•

    камень -ел в окно πέτρα πετάχτηκε στο παράθυρο.

    3. περνώ, διαβαίνω γρήγορα (για χρόνο)•

    -ли годы πέρασαν γρήγορα τα χρόνια•

    месяц -ел как один день ο μήνας πέρασε σαν μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > пролететь

См. также в других словарях:

  • Μηνᾶς — masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — ο 1. μια από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους που έχει διάρκεια 30 ή 31 συνεχών ημερών. 2. φρ., «Βρήκε το μήνα που τρέφει τους έντεκα», για αυτούς που βρήκαν τρόπο να έχουν λεφτά χωρίς να εργάζονται· «Εννιά έχει ο μήνας», είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηνάς — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μῆνας — μαίνομαι rage aor ind act 2nd sg (homeric ionic) μείς Ars Prooem. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήνας — Μήνᾱς , Μήνη moon fem acc pl Μήνᾱς , Μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — μήνᾱς , μαίνομαι rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μήνᾱς , μήνη moon fem acc pl μήνᾱς , μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιος Μηνάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 3 κάτ.) των Φούρνων. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι στα… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακός μήνας — Βλ. λ. ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»