Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μήκωνος

См. также в других словарях:

  • μήκωνος — μήκων poppy fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • CAEPE — inter Aegyptiorum olim Numina. Plin. l. 19. c. 6. Allium caepasque inter Deos iureiurando habet Aegyptus; Sicut Zeno Stoicus per capp???, Teleclides per brassicam, iurâsse leguntur. Vide infra Cepe. Aversabantur tamen illud Aegzptii Sacerdotes,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CONCHA Purpuraria — Hebr. chilzon (quae vox alias in genere Cochleam denotat,) Deuteronom. c. 33. v 19. in Paraphrasi Ionathanis dicitur, quod cochlea concham hanc incolens simillilima fit cochleae terrestri. Uti testatir Bellonius, qui Cochleas purpurarisas adhuc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεβλήγονος — κεβλήγονος, ον (Α) 1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ») 2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι… …   Dictionary of Greek

  • λυταρίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μήκωνος εἶδος» …   Dictionary of Greek

  • μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… …   Dictionary of Greek

  • ματερία — ματερία, ἡ (Α) 1. η ζύμη («ἀλείφεται ἡ μάκτρα ὑποπασσομένης μήκωνος ἐφ ᾗ ἐπιτίθεται ἡ ματερία», Αθήν.) 2. ξυλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. materia «ύλη»] …   Dictionary of Greek

  • μηκωνίς — μηκωνίς, ίδος, δωρ. τ. μακωνίς, ἡ (Α) 1. είδος μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό τής μήκωνος 2. είδος ευφορβίου, ακανθώδους φυτού τής Αφρικής 3. (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, μηκώνειος («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.) [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μηκώνειος — μηκώνειος, εία, ον (Α) 1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον α) το όπιο β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ… …   Dictionary of Greek

  • παγκύνιον — παγκύνιον, τὸ (Α) είδος δηλητηριώδους φύκους τής θάλασσας το οποίο έχει μέγεθος μυρίκης και φέρει καρπό όμοιο με τον καρπό τής μήκωνος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»