-
1 μήκων
μήκων, ωνος, ἡ, 1) der Mohn; Il. 8, 306. 14, 499; μήκωνα, Ar. Av. 160; Her. 2, 92; μήκωνα μεμελιτωμένην, Thuc. 4, 26; Theophr. u. Sp. Auch der Mohnkopf, sonst κώδεια, und der betäubende Mohnsaft, Opium, sonst μηκώνιον, werden zuweilen so genannt; μήκωνες λευκοί (also masc.), Polem. bei Ath. XI, 478 d; μέλαινα, Euphron. Ath. I, 7 e (v. 11.). – 2) bei Arist. H. A. 4, 4. 5, 15 u. öfter die Blase der Black- oder Dintenfische u. ähnlicher Schalthiere, in welcher sie der Dinte ähnlichen Saft haben; vgl. Ath. VII, 316 d, wo ὁ μήκων steht, u. Opp. Hal. 3, 157; αἱ τῆς πορφύρας μήκωνες, Ath. III, 87 d. – 3) ein Metallfand, Poll. 7, 27. – 4) bei Paus. 5, 20, 9 eine architektonische Verzierung, von der Aehnlichkeit mit einem Mohnkopfe.
-
2 κάθ-υπνος
-
3 μελιτόω
μελιτόω, mit Honig vermischen, süßen; μήκωνα μεμελιτωμένην, Thuc. 4, 26; auch ἀγγεῖον μεμελιτωμένον, mit Honig gefüllt, Plut. Symp. 1, 10, 2.
-
4 ἐφ-έλκω
ἐφ-έλκω (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Uebertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσϑησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν ϑύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῠσαν ὀϑνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καϑυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.
См. также в других словарях:
μήκωνα — μήκων poppy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκων' — μήκωνα , μήκων poppy fem acc sg μήκωνι , μήκων poppy fem dat sg μήκωνε , μήκων poppy fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκωνικός — ή, ό (Α μηκωνικός, ή, όν) [μήκων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήκωνα ή αυτός που μοιάζει με τη μήκωνα … Dictionary of Greek
PAPAVERACA Vestis — Latinis pro tenui ac delicata, uti Graecis μήκων. Plin. l. 8. c. 48. Crebrae papaverace antiquam habent orginem, iam sub Lucillio Poeta in Torquato notatae. Nempe quia Graeci μήκωνα vel μηκωνῖτιν vestem vocârunt tenuissimam, ex mecone sive… … Hofmann J. Lexicon universale
SPONDYLUS — Graece ςπόνδυλος, item σφόνδυλος, pars purpurae summa, cervix videl. quae τράχηλος alias, inter quam et μήκωνα papaverem, mediam partem, tinctorius fucus seu flos purpurae continetur; quod interpretatur Plinius, in mediis faucibus. Occurrit vox… … Hofmann J. Lexicon universale
ισόβοιος — ἰσόβοιος ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον άνθος με μήκωνα (παπαρούνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο) * + βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί βοιος, μυριό βοιος] … Dictionary of Greek
καλώδιο — το (AM καλῴδιον) σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως*, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῑς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ. τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… … Dictionary of Greek
μηκωνίς — μηκωνίς, ίδος, δωρ. τ. μακωνίς, ἡ (Α) 1. είδος μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό τής μήκωνος 2. είδος ευφορβίου, ακανθώδους φυτού τής Αφρικής 3. (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, μηκώνειος («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.) [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μηκωνοειδής — ές (Α μηκωνοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με μήκωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων, ωνος + ειδής*] … Dictionary of Greek
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek