Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μήκωνα

См. также в других словарях:

  • μήκωνα — μήκων poppy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήκων' — μήκωνα , μήκων poppy fem acc sg μήκωνι , μήκων poppy fem dat sg μήκωνε , μήκων poppy fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηκωνικός — ή, ό (Α μηκωνικός, ή, όν) [μήκων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήκωνα ή αυτός που μοιάζει με τη μήκωνα …   Dictionary of Greek

  • PAPAVERACA Vestis — Latinis pro tenui ac delicata, uti Graecis μήκων. Plin. l. 8. c. 48. Crebrae papaverace antiquam habent orginem, iam sub Lucillio Poeta in Torquato notatae. Nempe quia Graeci μήκωνα vel μηκωνῖτιν vestem vocârunt tenuissimam, ex mecone sive… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPONDYLUS — Graece ςπόνδυλος, item σφόνδυλος, pars purpurae summa, cervix videl. quae τράχηλος alias, inter quam et μήκωνα papaverem, mediam partem, tinctorius fucus seu flos purpurae continetur; quod interpretatur Plinius, in mediis faucibus. Occurrit vox… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ισόβοιος — ἰσόβοιος ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον άνθος με μήκωνα (παπαρούνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο) * + βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί βοιος, μυριό βοιος] …   Dictionary of Greek

  • καλώδιο — το (AM καλῴδιον) σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως*, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῑς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ. τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… …   Dictionary of Greek

  • μηκωνίς — μηκωνίς, ίδος, δωρ. τ. μακωνίς, ἡ (Α) 1. είδος μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό τής μήκωνος 2. είδος ευφορβίου, ακανθώδους φυτού τής Αφρικής 3. (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, μηκώνειος («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.) [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μηκωνοειδής — ές (Α μηκωνοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με μήκωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων, ωνος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»