-
101 πάτος
ο1) дно (реки, моря и т. п.); πάω στον πάτο идти ко дну; 2) дно (сосуда); днище; основание; πίνω ως (или μέχρι) τον πάτο пить до дна; 3) подошва, подмётка; 4) конец, край; τό φτάνω ως τον (или στον) πάτο исчерпать, израсходовать до конца; 5) разг зад, задница; § από την κορφή ως τον πάτο с головы до пят;μου βγαίνει ο πάτος — уставать, изнемогать, выбиваться из сил
-
102 πίνω
(αόρ. ήπια и έπιον, παθ. αόρ. (ε)πιόθηκα и επόθην) 1. αμετ.1) пить;πίνω εις υγείαν — пить за здоровье (кого-л.)' 2) выпивать (вино и т. п.);
2. μετ.1) пить;πίνω νερό — пить воду;
πίνω τό φάρμακο — принимать лекарство;
θα σού πιω το αίμα я ещё попью твоей кровушки, я тебе отомщу;2) впитывать; поглощать (тж. перен.); τό σφουγγάρι πίνει το νερό губка впитывает воду;§ πίνω τσιγάρο — курить;
ήπια το ποτήρι ως τον πάτο или επιον το ποτήριον μέχρι τρύγος я выпил (эту горькую) чашу до дна;ήπιε πολλά φαρμάκια он пережил много горя -
103 πρά(γ)μα
τό1) вещь;θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;
2) урожай;τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;
3) товар;4) дело; происшествие, событие;μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;
τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;
τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;
σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;
αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;
5) факт;θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;§ πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;
είμαι στα πράγματα быть у власти;τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;
κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время
-
104 πρά(γ)μα
τό1) вещь;θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;
2) урожай;τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;
3) товар;4) дело; происшествие, событие;μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;
τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;
τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;
σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;
αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;
5) факт;θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;§ πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;
είμαι στα πράγματα быть у власти;τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;
κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время
-
105 πρωΐα
-
106 ρανίς
(-ίδος) η капля;μέχρι τελευταίας ρανίδος αίματος — до последней капли крови
-
107 σταγόνα
[-ων (-όνος)] η1) капли;κατά σταγόνας — по капле;
σταγόνα σταγόνα капля за каплей;
σταγόνες βροχής — капли дождя;
2) πλ. архит. гутты;§ δεν έμεινε ούτε σταγόνα — не осталось ни капли;
ως ( — или μέχρι) την τελευταία σταγόνα τού αίματος μου — до последней капли крови;
καί σταγόνα τρώει την πέτρα — и капля камень долбит
-
108 στεφάνη
η1) см. στεφάνι;στεφάνη του ηλίου — солнечная корона;
2) бот. венчик;3) край; закраина;ποτήριον πλήρες μέχρι στεφάνης — стакан, наполненный до краёв;
§ στεφάνη οδόντος — коронка (наружная часть зуба)
-
109 τάφος
ο1) могила;μέχρι τάφου — до могилы, по гроб жиз- ни;
2) перен. «могила» (о человеке, умеющем молчать) -
110 τέλος
το 1.1) конец, окончание; финал;τέλος του μηνός (τού έτους) — конец месяца (года);
στο τέλος της ημέρας — к исходу дня;
φθάνω [στο τέλος — быть на исходе;
2) сбор; пошлин; плата (установленная государством);τέλη χαρτοσήμου — гербовый сбор;
ταχυδρομικά τέλη — почтовый сбор;
εκπαιδευτικά τέλη — плата за обучение;
§ απ' αρχής μέχρι τέλους — с начала до конца;
επί τέλους — наконец;
εν τέλει — в конечном счёте; — в конце концов;
τέλος πάντων — а) наконец, в конце концов; — б) ладно, не будем;
2. επίρρ. наконец, в конце концов -
111 τοσούτος
-
112 ύστατος
-
113 φτάνω
(αόρ. έφτασα) 1. αμετ.1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;
έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;
έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;
τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;
η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;
φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;
τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;
φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;
4) достигать, добиваться -(чего-л.);φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;
5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;
τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;
6) быть достаточным, хватать;φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;
δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;
αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;
φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;
σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;§ φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;
δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;
2. μετ.1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;
έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда -
114 3360
{предл., 17}до, вплоть до, до тех пор как, пока, доколе; в вопр. до каких пор?.Ссылки: Мф. 11:23; 13:30; 28:15; Мк. 13:30; Деян. 10:30; 20:7; Рим. 5:14; 15:19; Еф. 4:13; Флп. 2:8, 30; 1Тим. 6:14; 2Тим. 2:9; Евр. 3:6, 14; 9:10; 12:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3360
См. также в других словарях:
μέχρι — as far as indeclform (adverb) μέχρι as far as indeclform (conj) μέχρι as far as indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέχρι — και μέχρις (μπροστά από φωνήεν), έως, ίσαμε, περίπου, σχεδόν: Σε περιμέναμε μέχρι το πρωί. – Θα σου τα λέω μέχρις ότου να συμμορφωθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… … Dictionary of Greek
μέχρις — μέχρι as far as indeclform (adverb) μέχρι as far as indeclform (conj) μέχρι as far as indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέχριπερ — μέχρι as far as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek