-
1 μέχριπερ
A so long as,μ. περ ἡ τοῦ θεοῦ φύσις.. ἐξήρκει Pl.Criti. 120e
; μ. περ ἄν c. subj., Id.Sph. 259a, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέχριπερ
-
2 μέχριπερ
μέχριas far as: indeclform (conj)
См. также в других словарях:
μέχριπερ — και μέχρι περ (Α) (σύνδ.) 1. (με οριστ. ή υποτ. με το αν) 1. εφόσον, ενόσω («μέχρι περ ἡ τοῡ θεοῡ φύσις αὐτοῑς ἐξήρκει», Πλάτ.) 2. ωσότου, μέχρι («μέχριπερ ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλθεν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέχρι + περ βεβαιωτικό μόριο] … Dictionary of Greek
μέχριπερ — μέχρι as far as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)