-
1 παρέχω
Aπαρέξω Od.18.317
, Th.8.48,παρασχήτω Id.6.86
, Isoc. 6.71, 15.248 : [tense] pf. παρέσχηκα : [tense] aor. παρέσχον, [dialect] Ep. inf.παρασχέμεν Il. 19.147
; imper. ( παράσχε is f.l.) ; poet.παρέσχεθον Hes. Th. 639
, inf.παρασχεθεῖν Ar.Eq. 321
; [dialect] Aeol.παρέσκεθον Alc. Oxy.1788
Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.]A [voice] Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply,φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317
;δῶρα Il.19.147
; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ;π. νέας Hdt.4.83
, 7.21 ;τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180
;χρήματα Th.8.48
; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ;αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς.. παρέχουσιν Hermipp.63.9
; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43.2 of natural objects, yield, produce,θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113
; [ σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835.3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ;ὀνίαις Alc.88
;π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23
;ὕμνον Id.N.6.33
;αἶσαν Id.O.6.102
;Σάρδεσιπένθος A.Pers. 322
; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC 1498(lvr.), Tr. 708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα); πόνον Alc.19
, Hdt.1.177 ; ;π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76
; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a.1 c. inf., [ ὄϊες]παρέχουσι.. γάλα θῆσθαι Od.4.89
;π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu. 441
;τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50
(withoutinf.,πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 210
): with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr. 228e ;π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap. 33b
, cf. Prt. 312c ;π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9
: rarely with a part.,π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35
.2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted,π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17
; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ ἑαυτόν] S. Aj. 1146, cf. Ar.Nu. 422 ;τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι.. ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54
, cf. Pl.Grg. 456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib. 475d, cf. Tht. 191a; ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys. 162, 227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full,π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1
, Artem.1.78).3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so,π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2
; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt. 312a ;ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22
; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ;τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1
;π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46
;δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21
.III allow, grant,σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr. 1115
: c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to.., ib. 1114 ;π. αὐτοὺς δικαστὰς.. γίγνεσθαι Th.1.37
: abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr. 308, Cyc. 203, Ar.V. 1326, Av. 1720 (all lyr.) ;πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949
.2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so,παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170
, cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ;ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86
;σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080
: neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60.IV produce a person on demand,ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38
; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν (leg. αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc.V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ;π. τινὰς βελτίους And.1.136
, cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part.,π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35
, cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med. 388, etc.B [voice] Med. παρέχομαι, [tense] fut. , Lys.23.8, etc.; alsoπαρασχήσομαι Antipho 5.24
, Lys.9.8 : [tense] aor. 2παρεσχόμην Is.3.18
, 19 : [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense)παρέσχημαι X.An.7.6.11
, D.27.49, 36.35 : freq. used much like [voice] Act., without any reflex. sense:1 supply of oneself or from one's own means,νέας Hdt.6.8
,15,al. ;δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17
; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax- paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to.., X.An.6.2.10 ; freq. withἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11
(Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc.2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος.. οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd. 81d.3 of works, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. Hdt.1.93.4 of incorporeal things, display on one's own part,πᾶσαν προθυμίην Id.7.6
, cf. X.An.7.6.11 ;πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85
, cf. 61 ;εὔνοιαν D.18.10
; χρείας Decr. ap. D.18.84.II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap. 19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc.III produce as one's own, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα acknowledge as one's general, Hdt.7.61, 62, 67 ; Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι presenting themselves as.., ib. 161 ; π.πόλιν μεγίστην, of an ambassador, represent a city in one's own person, Th.4.64, cf. 85.IV offer, promise,ἀψευδέα μαντήϊα Hdt.2.174
; ἔστιν ἃ π. Th.3.36 ; put forward,τὸ εὐπρεπὲς τῆς δίκης Id.1.39
.V render so and so for or towards oneself,θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55
;δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt. 317b
, cf. R. 432a, Lg. 809d ; v. supr. A. V.VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ.. παρέχονται ἡμέρας .. Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28. -
2 συστέλλω
A draw together: shorten sail, (lyr.): Com. metaph.,συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq. 432
; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19;σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA 660a23
; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— [voice] Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA 701b15, Pr. 949a17, Sor. 1.7;τὸν ἀέρα.. τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50
;συνέσταλται.. τὸ θερμόν Id.Ign.13
;σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14
;εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3
; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16;ἐς βραχύ Luc.Icar.12
;τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20
; βραχίονας καὶ καρποὺς.. ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; - όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως.2 contract, reduce, ; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα ς. D.18.246;σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al. 1423b24
;τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2
;τὴν ῥύσιν Sor.2.41
;τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2
:—[voice] Pass., draw cowering together,συσταλέντες.. σιγῇ καθήμεθ' E.IT 295
; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4;ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11
, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.).b deprive of all food and drink,συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15
, cf. 86.3 humble, abase, τάτοι μέγιστα πολλάκις θεὸς.. συνέστειλεν E.Fr. 716
; ταπεινοῦντα καὶ ς. Pl.Ly. 210e;αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85
; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9
, 10:— [voice] Pass., to be lowered or cast down,συνέσταλμαι κακοῖς E.HF 1417
, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont.
ap. Ath.12.512b.4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 ([voice] Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19.5 [ ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4.II wrap closely up, shroud, , cf. Luc.Im.7:—[voice] Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib. 486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V. 424 (troch.), cf. Lys. 1042 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστέλλω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский