-
121 μεταλλοίοντα
μετά-λοέωpres part act neut nom /voc /acc pl (doric)μετά-λοέωpres part act masc acc sg (doric) -
122 μεταμελημένος
μετᾱμελημένος, μετά-ἀμελέω—have no care for: perf part mp masc nom sg (doric aeolic) -
123 μεταμείψατ'
μετᾱμείψατο, μεταμείβωexchange: aor ind mid 3rd sg (doric aeolic)μεταμείψατε, μεταμείβωexchange: aor imperat act 2nd plμετᾱμείψατε, μεταμείβωexchange: aor ind act 2nd pl (doric aeolic)μεταμείψατο, μεταμείβωexchange: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)μεταμείψατε, μεταμείβωexchange: aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
124 μεταμορφάζουσιν
μετά-μορφάζωgesticulate: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)μετά-μορφάζωgesticulate: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
125 μεταμέλημαι
μετᾱμέλημαι, μετά-ἀμελέω—have no care for: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
126 μετανενεύκει
μετά-νέω 1swim: plup ind act 3rd sg (attic epic)μετά-νεύωincline in any direction: plup ind act 3rd sg (attic epic) -
127 μεταπαλλόμενος
μετά, ἀπό-ἅλλομαιsal-pres part mid masc nom sg (ionic)μετά-πάλλωpoise: pres part mp masc nom sg -
128 μεταπαραδέδωκεν
μετά-παραδίδωμιgive: perf ind act 3rd sgμετά-παραδίδωμιgive: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
μετά — mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτα — μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος … Dictionary of Greek
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)