-
1 μέσ-ωρος
-
2 μέσωρος
μέσ-ωρος, im mittleren Alter, zwischen Jüngling u. Mann
См. также в других словарях:
μέσωρος — μέσωρος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τής παιδικής και τής ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος 2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα τὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek