Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μέσ-αυλος

См. также в других словарях:

  • θύραυλος — θύραυλος, ον (Α) αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ αυλος, όμ αυλος] …   Dictionary of Greek

  • μεσαύλιον — μεσαύλιον, τὸ (Α) μουσικό μέλος το οποίο παιζόταν με αυλό ανάμεσα στα χορικά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + αὐλός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»