-
1 μές
-
2 Στα σαράντα του πισσίτη άλλος μπαίνει μες' στο σπίτι
– Στις εννιά του μακαρίτη άλλος μπαίνει μες' στο σπίτι• Сорок дней как стала вдовой, а уж в доме есть другойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στα σαράντα του πισσίτη άλλος μπαίνει μες' στο σπίτι
-
3 Στις εννιά του μακαρίτη άλλος μπαίνει μες' στο σπίτι
– Στις εννιά του μακαρίτη άλλος μπαίνει μες' στο σπίτι• Сорок дней как стала вдовой, а уж в доме есть другойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στις εννιά του μακαρίτη άλλος μπαίνει μες' στο σπίτι
-
4 Χύθηκε τα λάδι μας μες στο τηγάνι μας
• Не было бы счастья, да несчастье помоглоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χύθηκε τα λάδι μας μες στο τηγάνι μας
-
5 μεσσοικέται
μες<ς>οικέται· μέτοικοι, ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῦντες, Hsch. [full] μές<ς>οπα· ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον, Id.; cf. μέσαβον. [full] μεσσο-παγής, [suff] μεσσο-παλής, v. μεσοπ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσοικέται
-
6 μεσσοτύλαρον
μες<ς>οτύλαρον· αἰδοῖον, Hsch. [full] μες<ς>όψηρον· ἡμίξηρον, Id. [full] μεσσωτήρ· ὁ μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσοτύλαρον
-
7 μέσα
μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.1) внутрь; внутри;πολύ μέσα — в глубине;
είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;
τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;
έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);
2):από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;
ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;
μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;
πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;
3) в (самый) разгар;ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):από μέσα μου — про себя;
μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;
τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;
§ μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;
σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;
τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;
έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;
τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;
μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;
τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;
είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;
τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;
2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;η μέσα μεριά — внутренняя сторона;
τό μέσα μέρος — внутренняя часть
-
8 μέσφα
Grammatical information: adv. and prep.Meaning: `until' (Θ 508).Other forms: beside μέσφι (Aret.); μέστα (Cret. IIa, Cyren.), μεττ'ἐς (Gortyn), μέστε (Arc.), μεσποδι, μες (Thess.); cf. Ruijgh L'élém. ach. 137.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Beginning as in μέχρι (s. v.; also μετά ?), after it also -ι in μέσφι. Auslaut. - φα is isolated; τόφρα, by Schwyzer 630 n. 1 asking supposed as example, differs strongly. With μέστε agrees ἔστε (s.v.); μεσποδι contains pob. * pod-i Garcia Ramón (RPh. LXXIV92000)275); μες, only in μες τᾶς πέμπτας, can stand haplologically for μέστε, - τα. Details remain unclear, as usually with these fixed words; cf. Schwyzer 629ff., and Fraenkel IF 60, 134 f.Page in Frisk: 2,215-216Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέσφα
-
9 μεσαμβρίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσαμβρίη
-
10 ἡμεῖς
Grammatical information: pron. pers.Meaning: `we, us' (Il.).Derivatives: Possessive ἡμέ-τερος, Dor. ἁμέ-τερος, ἁμός, Aeol. ἀμμέ-τερος, ἄμμος `our'. The acc. ἁ̄μέ, ἄμμε go back on *ἀσμε (s. below) and gave through adopting nominal inflexion the nom. ἁ̄μές, ἄμμες, then also ἡμεῖς (from - έες) with the new acc. ἡμέας, and with irregular contraction ἡμᾶς. Then came the genetives ἡμῶν, ἡμέων, ἁ̄μέων, ἀμμέων. On the datives ἡμῖν etc. s. below.Origin: IE [Indo-European] [35] *ne\/os `we'Etymology: The archaic ἁ̄μέ, ἄμμε \< *ἀσμε agree exactly with Av. ahma `us'; in Skt. asmā́n `id.' it got the nominal ending. Other forms like Skt. nas (enclitic), Lat. nōs, Goth. uns \< IE *nō̆s resp. *n̥s show for *ἀσμε = Av. ahma IE basis with added element - sme: *n̥sme \< *n̥s-sme. The spiritus in ἁ̄μ-, ἡμ- could be analogical after ὑμ-. - The dativ ἡμῖν, Dor. ἁ̄μῑ̆ν, Aeol. ἄμμι(ν) from *ἀσμι(ν) recalls the Indo-Iranian demonstratives and interrogatives Av. ahmi, ásmin `in eo', Av. kahmi, Skt. kásmin `in quo?'; cf Cret. ὅτι-μι, μήδι-μι. The long - ῖν is an innovation (after the longvowel endings in ἡμ-ῶν, - εῖς etc.?). - Greek like Latin and Celtic lost the specific nominative for `we', Goth. weis, Hitt. u̯ēš, Skt. vay-ám etc. and used the acc. - Details Schwyzer 600ff.Page in Frisk: 1,635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡμεῖς
-
11 погрузчик
ο φορτωτήςвагонеточный - του ορυχείου, το βαγονέτοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузчик
-
12 тушь
тушьж ἡ νερομπογιά:китайская \тушь ἡ σινική μελάνη· \тушь для ресниц ὁ σουρ-μές. -
13 αυλή
-
14 απέδραμες
ἀπέδρᾱμες, ἀποδιδράσκωrun away: aor ind act 1st pl (doric)ἀποτρέχωrun off: aor ind act 2nd sg -
15 ἀπέδραμες
ἀπέδρᾱμες, ἀποδιδράσκωrun away: aor ind act 1st pl (doric)ἀποτρέχωrun off: aor ind act 2nd sg -
16 διέδραμες
διέδρᾱμες, διαδιδράσκωrun away: aor ind act 1st pl (doric)διατρέχωrun across: aor ind act 2nd sg -
17 εξέδραμες
ἐξέδρᾱμες, ἐκδιδράσκωrun away: aor ind act 1st pl (doric)ἐκτρέχωrun out: aor ind act 2nd sg -
18 ἐξέδραμες
ἐξέδρᾱμες, ἐκδιδράσκωrun away: aor ind act 1st pl (doric)ἐκτρέχωrun out: aor ind act 2nd sg -
19 ουμές
-
20 οὑμές
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μες — (I) η βαφή τών μαλλιών με ανταύγειες ανοιχτότερου, φωτεινότερου χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γαλλ. meche «μπούκλα»]. (II) επίρρ. βλ. μέσα (III) … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
мы — им. мн., местоим., укр. ми, блр. мы, ст. слав. мы ἡμεῖς (Супр.), болг. ми, сербохорв. ми̑, словен. mȋ, чеш., слвц., польск. mу, в. луж., н. луж. mу. Родственно лит. mẽs, лтш. mẽs, др. прусск. mes, арм. mеkΏ; см. Мейе, Introd. 335; Хюбшман,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) … Wikipedia
Misirlou — (Greek: Μισιρλού, Egyptian Girl ; from Turkish: Mısırlı, Egyptian ;[1] from Arabic: مصر, Miṣr, Egypt ), is a popular Greek song with popularity in five styles of music: Greek rebetiko, Middle Eastern belly dancing, Jewish klezmer, American surf… … Wikipedia
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
Savina Yannatou — (Greek: Σαβίνα Γιαννάτου / Savína Giannátou ; born March 17, 1959 in Athens) is a renowned professional Greek female singer.She studied singing at the Greek national conservatory of Athens and later at the Guildhall School of Music and Drama in… … Wikipedia