-
41 κολλητικος
-
42 κυκαω
1) смешивать, размешивать, мешать(ἄλφιτα καὴ μέλι οἴνῳ Hom.)
ἅλμην κ. τινι Arph. — залить рассолом что-л.2) взбалтывать, мутить(τὸν βόρβορον Arph.)
ποταμὸς κυκώμενος Hom. — взбурлившая река3) приводить в замешательство, повергать в смятение(τέν Ἑλλάδα, τέν βουλήν Arph.; перен. ἐννοίας τινάς Plut.)
τὼ δὲ κυκηθήτην Hom. — оба оробели;κυκήθησαν οἱ ἵπποι Hom. — (в страхе) заметались кони4) трясти, грубо обращаться(ὑπό τινος κυκώμενος Arph.)
-
43 μελιβοας
-
44 μελιβρομος
-
45 μελιγαθης
-
46 μελιγδουπος
-
47 μελιγηρυς
(ὄψ Hom.; ἀοιδή HH.; ὕμνος Pind.; ἀηδών Anth.)
-
48 μελιγλωσσος
-
49 μελιηδης
дор. μελιᾱδής 21) сладкий как мед(λωτοῖο καρπός, οἶνος Hom.)
2) перен. сладкий, сладостный(ὕπνος, νόστος, θυμός Hom.; μολπή Anth.)
-
50 μελιθρεπτος
-
51 μελιθροος
-
52 μελικηρα
-
53 μελικηρον
-
54 μελικομπος
-
55 μελικρατον
ион. μελίκρητον τό (тж. μελίκρατα γάλακτος Eur.) медовая смесь, преимущ. мед с молоком Hom., Plut. -
56 μελιλωτον
-
57 μελιπαις
-
58 μελιπηκτον
-
59 μελιπνοος
-
60 μελιρροθος
См. также в других словарях:
μέλι — honey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μέλι — το ιού 1. η γλυκιά ρευστή ύλη που παράγουν οι μέλισσες. 2. (συνεκδοχ.), πολύ γλυκός: Τα σταφύλια ήταν μέλι. 3. μτφ., πολύ ευχάριστος: Τα φιλιά σου είναι μέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μήτε μέλι, μήτε μελίσσας. — См. Не раздавивши пчел, меду не съешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μελώνω — [μέλι] 1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα») 2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση τού μελιού 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, η, ο α) γεμάτος μέλι β) γλυκός σαν το μέλι … Dictionary of Greek
μελίτοιν — μέλι honey neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίτων — μέλι honey neut gen pl μελιτόομαι imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελιτόομαι imperf ind act 1st sg (doric aeolic) μελιτόω to be sweetened with honey imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελιτόω to be sweetened with honey imperf ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισι — μέλι honey neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτα — μέλι honey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτε — μέλι honey neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτι — μέλι honey neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)