-
1 μέλεθρον
μέλεθρον, τό, = μέλαϑρον, f. L. bei Opp. Cyn. 4, 107.
См. также в других словарях:
μέλεθρον — μέλεθρον, τὸ (Α) βλ. μέλαθρο … Dictionary of Greek
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek