Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέλασμα

См. также в других словарях:

  • μέλασμα — a black neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλασμα — το (Α μέλασμα) [μελαίνω] μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών αρχ. 1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα 2. στον πληθ. τὰ μελάσματα οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής σελήνης 3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» η στερεά… …   Dictionary of Greek

  • μελασμάτων — μέλασμα a black neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάσμασι — μέλασμα a black neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάσματα — μέλασμα a black neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάσματι — μέλασμα a black neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hyperpigmentierung — Klassifikation nach ICD 10 L81.0 postinflammatorische Hyperpigmentierung L81.1 Chloasma (Melasma) …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»