-
1 μέδουσα
-
2 Μεδουσα
дор. Μέδοισα ἥ [part. praes. к μέδω См. μεδω] Медуза ( одна из трёх сестер Горгон) Hes., Pind. etc. -
3 Μέδουσα
Μεδούσαfem nom /voc sg -
4 μέδουσα
η медуза -
5 μέδουσα
μέδωprotect: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
6 Μέδουσα
Méduse -
7 μέδουσα
meduza (f) rzecz. -
8 μέδουσα
medúza -
9 μέδουσα
jellyfishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέδουσα
-
10 ποντο-μέδουσα
ποντο-μέδουσα, ἡ, fem. zu ποντομέδων, s. N. pr.
-
11 ὑδρο-μέδουσα
ὑδρο-μέδουσα, ἡ, Wasserköniginn, Froschname, Batrach. 19.
-
12 Méduse
Μέδουσα -
13 medúza
μέδουσα -
14 jellyfish
μέδουσα -
15 meduza
μέδουσα -
16 Μεδούσας
Μεδούσᾱς, Μεδούσαfem acc plΜεδούσᾱς, Μεδούσαfem gen sg (doric aeolic) -
17 μεδούσας
μεδούσᾱς, μέδωprotect: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)μεδούσᾱς, μέδωprotect: pres part act fem gen sg (doric) -
18 Μεδούσης
Μεδούσαfem gen sg (attic epic ionic) -
19 Μέδουσαν
Μεδούσαfem acc sg -
20 denizanası
μέδουσα, τσούχτρα
См. также в других словарях:
Μέδουσα — Μεδούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
Μέδουσα. — См. Медуза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέδουσα — η (μυθ.), μια από τις τρεις Γοργόνες, με γυναικείο σώμα και φίδια στα μαλλιά, που σκότωσε ο Περσέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέδουσα — η ασπόνδυλο ζώο που ζει στη θάλασσα, η ακαλήφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέδουσα — μέδω protect pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεδούσας — Μεδούσᾱς , Μεδούσα fem acc pl Μεδούσᾱς , Μεδούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδούσας — μεδούσᾱς , μέδω protect pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μεδούσᾱς , μέδω protect pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεδούσης — Μεδούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεδούσῃ — Μεδούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)