-
1 μεγεθος
ион. μέγᾰθος - εος τό1) величина, размер(ы)πλῆθος μὲν ποσόν τι ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Arst. — множество есть количество счисляемое, величина - то, что измеримо;
μεγάθεϊ σμικρός Her. — малый по размерам;μ. λαμβάνειν Xen. — увеличиваться, расти2) высота3) высокий рост, статность(εἶδος μ. τε Hom.; θαυμαστὸς τό τε μ. καὴ τὸ κάλλος Plat.)
4) степень, мера, уровень, сила(πόνων Eur.; τῆς παρανομίας Thuc.; τῆς ζημίας Lys.)
βοῆς μ. Thuc. — оглушительный крик5) размах, масштаб(τοῦ στόλου Plat.)
6) величие, могущество (sc. τοῦ δαίμονος Eur.)7) духовное величие, высокий дух(τοῦ ἀνδρός, sc. Διογένους Plut.)
-
2 μέγεθος
τὸ μέγεθος, ους величина -
3 μέγεθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέγεθος
-
4 μέγεθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέγεθος
-
5 μέγεθος
τό1) размер, величина (тж. перен.); αστήρ α' -
6 μέγεθος
величие, могущество.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέγεθος
-
7 μέγεθος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέγεθος
-
8 μέγεθος
-
9 μέγεθος
[мэгэтос] ουσ ο величина, размер. -
10 μεγαθος
-
11 αεριος
1) воздушный(φύσις, ζῷα Arst., Plut., Luc.; γένος, sc. τῶν δαιμόνων Plat.)
2) туманный(γᾶ sc. Αἰγύπτου Aesch.)
ἀέριον σκότον ὄμμασι βαλών Eur. — набросив на глаза (свои) темный туман, т.е. ослепив себя3) поднятыйἀ. κρότος ποδῶν Eur. — топот поднимающихся (при пляске) ног;
ἠερίη πέτρα Anth. — уходящая ввысь скала4) окутанный (предрассветным) туманом, утренний5) уходящий в туманную даль, т.е. бескрайний -
12 αναμετρεω
1) тж. med. тщательно мерить, измерять(χώραν Her.; γῆν Arph.)
ἀλλήλοις ἀ. Plat. — служить мерой друг для друга;μέγεθός τι, ὃ ἀναμετρήσει τὸ ὅλον Arst. — некая всеобщая мера2) med. оценивать, определять(τὰς φρένας τινός Eur.)
γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀ. τι Eur. — прилагать неправильную мерку к чему-л., т.е. неправильно судить о чем-л.3) med. отмеривать, уделятьἀ. δάκρυ ἔς τινα Eur. — проливать слезы о ком-л.
4) med. перечислять, называть(τἄρρητα Eur.; τὰς πράξεις Plut.)
5) совершать обратный путь, вновь проходить(τέν Χαρυβδιν Hom., Plut.)
ἀναμετρηθεὴς κύκλῳ Plat. — описавший круг;οὐκ ἀναμετρήσεις σαυτὸν ἀπιὼν ἀλλαχῇ ; Arph. — не уберешься ли ты куда подалее?;ἀναμετρήσασθαι παλαιὰν μνήμην Eur. — вспомянуть старое -
13 διαληψις
- εως ἥ1) разветвление(διαλήψεις φλεβικαί Arst.)
2) отверстие(διὰ τὰς διαλήψεις Arst.)
3) различие4) объем, размеры(μέγεθος καὴ δ. τῆς χώρας Diod.)
5) размахοὐκ ἐκ καταφορᾶς, ἀλλ΄ ἐκ διαλήψεως ταῖς μαχαίραις χρῆσθαι Polyb. — не рубить, а колоть мечами
6) суждение, мнение, решение(διάληψιν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.)
-
14 διαρκεω
1) быть (вполне) достаточным, хватать(εἰς τέν ὀδόν Xen.; ἐπὴ πολὺν χρόνον Arst. и ἔς τινα χρόνον Luc.)
ἥ τῆς χώρας φύσις τοῖς γεωργοῖς γλίσχρως διαρκοῦσα Plut. — земля, которой еле хватало на пропитание земледельцев;οὐ διήρκεσε δεῦρο ὅ λόγος Plat. — этот рассказ до нас не дошел2) выдерживать, выноситьπόσην ἂν ὁδὸν ἵππος κατανύτοι ὥστε διαρκεῖν Xen. — переход, какой может выдержать лошадь;
πολιορκούμενοι διήρκεσαν Xen. — они выдержали осаду;οὐ διήρκεσε τῷ βίῳ πρὸς τὸ τοῦ πολέμου τέλος Plut. — он не дожил до конца войны;διαρκέσαι πρὸς τοῦ πένθους τὸ μέγεθος Luc. — перенести огромное горе;διαρκέσαι πρὸς τὸ ἆθλον Luc. — устоять в борьбе;βουλαὴ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσαν Aesch. — неразумие Лаия принесло свои плоды3) переносить зиму, зимовать(τὰ ἐν ταῖς φωλεαῖς διαρκοῦντα, sc. ζῷα Arst.)
-
15 διηχεω
досл. проводить звук, перен. разглашатьδ. τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος Plut. — оглашаться ликующими криками победы;
-
16 δουλειος
ион. δουλήϊος 3 и 2рабский, невольнический(εἶδος καὴ μέγεθος Hom.; τύχα Pind.; ζυγά Aesch. и ζυγόν Eur.; ἐσθής Her. - v. l. δουλίη)
δούλειος ἁμέρα βίου Eur. — рабское существование -
17 δυσβαστακτος
-
18 δυσπαρακομιστος
21) неудобный для переноски или перевозки(διὰ μέγεθος Plut.)
2) ( о путешествии) трудный(πλοῦς Polyb.)
-
19 δυσφυλακτος
21) от которого трудно уберечься, неотвратимый, неизбежный(κακά Eur.; ἱεροσυλοῦντες Luc.)
2) который трудно уберечь(πόλις δ. διὰ τὸ μέγεθος Polyb.)
δ. ὀξυθυμίας ὕπο Eur. — чей гнев трудно сдержать -
20 ειδος
- εος τό [*εἴδω]1) вид, внешность, образ, обликεἴδεος ἐπαμμένος Her. — красивой наружности;τὸ εἶ. и τὰ εἴδη Xen., Plat., Arst. — видом, по виду, на вид;описательно:εἶ. Ἠλέκτρας Soph. = Ἠλέκτρα2) красивая наружность, красотаεἶ. καὴ φρένες Hom. — красота и ум
3) вид, характер, род(νόσου Thuc.)
τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Thuc. — разнородные вещи4) образ, способἐπὴ τοῦτο τὸ εἶ. τρέπεσθαι Thuc. — прибегать к этому способу
5) форма правления, государственный строй6) лог. вид(γένη καὴ εἴδη Plat., Arst., Plut., Sext.)
7) филос. (у Платона) эйдос, идея(νοητὰ καὴ ἀσώματα εἴδη Plat.)
8) филос. форма(τὸ εἶ. καὴ τὸ παράδειγμα Arst.)
См. также в других словарях:
μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα … Dictionary of Greek
ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… … Dictionary of Greek
μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν … Dictionary of Greek
ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… … Dictionary of Greek
μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)