-
1 κυδος
- εος τό слава, честь(τιμέ καὴ κ. Hom.)
κ. ὀπάζειν, ἐγγυαλίζειν или προτιάπτειν Hom. — приносить славу, прославлять;μέγα κ. Ἀχαιῶν Hom. — (Нестор -) слава ахейцев;κ. ἀρέσθαι Hom. — стяжать славу;κύδεϊ γαίων Hom. — гордый (своей) славой
См. также в других словарях:
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek