-
41 μείζονα
μέγαςbig: neut nom /voc /acc comp plμέγαςbig: masc /fem acc comp sg -
42 μείζους
μέγαςbig: masc /fem nom /acc comp plμέγαςbig: masc /fem acc pl -
43 μέγαλα
μέγαςbig: neut acc plμέγαςbig: neut nom pl -
44 μέγαλον
μέγαςbig: masc acc sgμέγαςbig: neut nom /voc /acc sg -
45 μέγιστον
μέγαςbig: masc acc sgμέγαςbig: neut nom /voc /acc sg -
46 μέζον
μέγαςbig: masc /fem voc comp sg (ionic)μέγαςbig: neut nom /voc /acc comp sg (ionic) -
47 μέζονα
μέγαςbig: neut nom /voc /acc comp pl (ionic)μέγαςbig: masc /fem acc comp sg (ionic) -
48 μέζους
μέγαςbig: masc /fem nom /acc comp pl (ionic)μέγαςbig: masc /fem acc pl (ionic) -
49 μεγάλη
μέγας, μεγάλη, μέγα, comp. μείζων, sup. μέγιστος: great, large, of persons, tall (κᾶλός τε μέγας τε, κᾶλή τε μεγάλη τε, Φ 1, Od. 15.418); of things with reference to any kind of dimension, and also to power, loudness, etc., ἄνεμος, ἰαχή, ὀρυμαγδός; in unfavorable sense, μέγα ἔργον (facinus), so μέγα ἔπος, μέγα φρονεῖν, εἰπεῖν, ‘be proud,’ ‘boast,’ Od. 3.261, Od. 22.288.—Adv., μεγάλως, also μέγα, μεγάλα, greatly, exceedingly, aloud, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεγάλη
-
50 μέγα
μέγας, μεγάλη, μέγα, comp. μείζων, sup. μέγιστος: great, large, of persons, tall (κᾶλός τε μέγας τε, κᾶλή τε μεγάλη τε, Φ 1, Od. 15.418); of things with reference to any kind of dimension, and also to power, loudness, etc., ἄνεμος, ἰαχή, ὀρυμαγδός; in unfavorable sense, μέγα ἔργον (facinus), so μέγα ἔπος, μέγα φρονεῖν, εἰπεῖν, ‘be proud,’ ‘boast,’ Od. 3.261, Od. 22.288.—Adv., μεγάλως, also μέγα, μεγάλα, greatly, exceedingly, aloud, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέγα
-
51 μεγαλωτέρου
μέγαςbig: masc /neut gen comp sg -
52 μειζοτέρου
μέγαςbig: masc /neut gen comp sg -
53 μεγαλώτατε
μέγαςbig: masc voc superl sg -
54 μεγαλώτατος
μέγαςbig: masc nom superl sg -
55 μεγαλώτερος
μέγαςbig: masc nom comp sg -
56 μειζότερος
μέγαςbig: masc nom comp sg -
57 μεγάλαιν
μέγαςbig: fem gen /dat dual -
58 μεγίσταιν
μέγαςbig: fem gen /dat dual -
59 μεγάλαις
μέγαςbig: fem dat pl -
60 μεγίσταις
μέγαςbig: fem dat pl
См. также в других словарях:
μέγας — big masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγας — μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα) βλ. μεγάλος … Dictionary of Greek
Μέγας — Μέγᾱς , Μέγης masc acc pl Μέγᾱς , Μέγης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγας Αλέξανδρος — Οικισμός (66 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφανού … Dictionary of Greek
Μέγας Γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 206 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Βάρης) του νομού Κυκλάδων. 2. Οικισμός (18 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Ποσειδωνίας) … Dictionary of Greek
Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… … Dictionary of Greek
Μέγας Κάμπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (88 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφιλοχίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 50 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας … Dictionary of Greek
Μέγας Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς Περιστεράς, Λαγωού, Μονόκερου και Πρύμνης. Ο α του Μ.Κ. ή Σείριος είναι ο λαμπρότερος απλανής σε ολόκληρο τον ουρανό με μέγεθος –1,6. Είναι διπλός, με ταίρι του… … Dictionary of Greek
Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου … Dictionary of Greek
Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek