-
1 ὑποδείδω
I trans., shrink in fear under, cower before, c. acc., Hom., who uses mostly the [tense] aor. (usu. written with double δ for δϝ, v. δείδω) , ὑπέδδεισαν, ὑποδδείσαντες, Il.1.406, 12.413, al.;ὑποδείσατε Od.2.66
: [dialect] Ep. [tense] pf. 2 and [tense] plpf.,ὑποδείδια 17.564
, Philet.8,ὑπεδείδισαν Il.5.521
: [dialect] Ep. [tense] pf. 1ὑπαιδείδοικα h.Merc. 165
: literally, of birds, cower beneath, (anap.).II abs., fear,μή τίς μοι ὑποδδείσας ἀναδύη Od.9.377
;ὑποδεδοικώς Luc.Salt.63
; cf. ὑποδεδιώς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδείδω
См. также в других словарях:
υποδείδω — Α 1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.) 2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.) 3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι… … Dictionary of Greek