-
1 ὑπο-δείδω
ὑπο-δείδω (s. δείδω), ein wenig fürchten; c. acc., sich ein wenig vor Einem oder vor Etwas fürchten, οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν, οὔτε ἰωκάς Il. 5, 521; τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες ϑεοί 1, 406; οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν 12, 413; vgl. 18, 199. 22, 282. 13, 417. 24, 265; ϑεῶν δ' ὑποδείσατε μῆνιν Od. 2, 66. 16, 425 u. öfter; μνηστήρων χαλεπῶν ὑποδείδι' ὅμιλον 17, 564; ὑποδείδιεν Philet. 7; ep. perf. ὑπαιδείδοικα steht H. h. Merc. 165; μέγαν αἰγυπιὸν δ' ὑποδείσαντες Soph. Ai. 169. – Auch absol., sich ein wenig fürchten, ὑποδεδοικώς Luc. de salt. 63. S. auch ὑποδεδιώς.
См. также в других словарях:
υποδείδω — Α 1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.) 2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.) 3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι… … Dictionary of Greek