-
1 μάτσο
τό1) пучок; связка; пачка;ένα μάτσο κρεμμύδια — пучок лука;
ένα μάτσο κεριά — связка свечей;
ένα μάτσο λεφτά — пачка банкнот, пачка купюр;
μάτσο έχει τα χιλιάρικα — у него куча денег, у него тысячи;
2) моток;ένα μάτσο νήμα — моток ниток;
§ μάτσο μου τάστειλε ο θεός — на меня обрушились несчастья одно за другим
-
2 μάτσο
[мацо] ουσ. о. пучок, связка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάτσο
-
3 μάτσο
[мацо] ουσ ο пучок, связка. -
4 μάτσο
botte -
5 μάτσο
1) grupa (f) rzecz.2) pęk (m) rzecz.3) wiązanka (f) rzecz.4) wiązka (f) rzecz. -
6 μάτσο
1) otep2) otýpka3) snop4) svazeček5) svazek -
7 μάτσο
1) bunch2) bundleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μάτσο
-
8 otep
μάτσο -
9 otýpka
μάτσο -
10 snop
μάτσο -
11 svazeček
μάτσο -
12 wiązanka
μάτσο -
13 связка
связкаж1. ἡ δέσμη, τό δέμα, τό μάτσο:\связка книг ἡ δέσμη βιβλίων \связка ключей ὁ ὀρμαθός (или ἡ ἀρμαθιά) κλειδιών \связка гранат ἡ δέσμη χειροβομβίδων, τό μάτσο χειροβομβίδες·2. анат. ὁ σύνδεσμος/ ἡ χορδή (голосовая)·3. лингв. τό συνδετικό ρήμα -
14 пук
-Β, πλθ. -йа. δέμα, δεμάτι• δέσμη, μάτσο• χερόβολο• αγκαλιά•пук цветов μάτσο λουλούδια•
пук бумаг δέσμη χαρτιών•
соломы χερόβολο αχύρου (αγκαλιά άχυρο)•
связывать в -и δεματιάζω.
-
15 кранец
мор. το μπαλλόνι, το στρω-μάτσο, το παράβλημαверёвочный - από σκοινιά/σύρματαкормовой - πρυμναίο/πρυμνιό -носовой - πρωραίο/πλωριό -тросовый - см. верёвочный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кранец
-
16 пучок
1. (множество чего-л. лучеобразно расходящегося из чего-л.) η δέσμη, η δεσμίδα- прямых мат. - των ευθειών2. (излучения, частиц) η δέσμη 3. (небольшая связка чего-л.) η δεσμίδα, разг. το μάτσο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пучок
-
17 пук
пукм ἡ δέσμη, τό μάτσο, τό χερόβολο/ τό δεμάτι (связка). -
18 bunch
-
19 bundle
1. noun(a number of things bound together: a bundle of rags.) μπόγος, δέσμη, μάτσο2. verb1) ((often with up or together) to make into bundles: Bundle up all your things and bring them with you.) αμπαλάρω, τσουβαλιάζω2) (to go, put or send (away) in a hurried or disorderly way: They bundled him out of the room.) φεύγω/ξαποστέλνω κακήν κακώς -
20 bunch map analysis
French\ \ analyse de l'éventail; analyse du faisceau (Frisch)German\ \ Kartenbüschelanalyse von FrischDutch\ \ bunch-map analysisItalian\ \ analisi del grafico a ventaglioSpanish\ \ análisis de un haz de mapas; análisis del hazCatalan\ \ anàlisi del feix de mapesPortuguese\ \ análise por diagrama em leque; análise por diagrama em feixeRomanian\ \ buchet Harta analizăDanish\ \ knippediagram analyseNorwegian\ \ knippekart-analyseSwedish\ \ knippa karta analysGreek\ \ μάτσο ανάλυση χάρτηFinnish\ \ sädekimppuanalyysiHungarian\ \ kapcsolt térkép elemzésTurkish\ \ yelpaze çözümlemesi; yelpaze analiziEstonian\ \ kimpgraafiku analüüsLithuanian\ \ tinklinė analizėSlovenian\ \ kup map analizaPolish\ \ analiza map wiązek (wektorów)Russian\ \ анализ картографическийUkrainian\ \ конфлюентний аналізSerbian\ \ гомила Мап анализуIcelandic\ \ búnt kortinu greiningEuskara\ \ mordo mapa analisiaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ دسته تجزیه و تحلیل نقشهArabic\ \ التحليل بالخطوط البيانية المحزومةAfrikaans\ \ bondelkaartanaliseChinese\ \ 聚 束 图 分 析Korean\ \ -
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μάτσο — το 1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα») 2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή») 3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές») 3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» έχω αρκετά χρήματα β) «μάτσο μού τά στείλε … Dictionary of Greek
μάτσο — το (λ. ιταλ.), δεσμίδα από όμοια πράγματα: Ένα μάτσο τριαντάφυλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματσώνομαι — [μάτσο] κερδίζω χρήματα, πλουτίζω … Dictionary of Greek
ματσάκι — (I) το [μάτσο] (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν. και πληθ.) μικρό μάτσο, μικρή δέσμη («δώστε μου, παρακαλώ, ένα ματσάκι μαϊδανό»). (II) το [ματς (Ι)] πρόχειρα οργανωμένος αγώνας, ματς … Dictionary of Greek
ασφαραγωνία — ἀσφαραγωνία, η (Α) στεφάνι ή μάτσο από σπαράγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφάραγος (II) (πρβλ. βρύωνία, μαδωνία, σκαμμωνία κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεσμίδα — η (AM δεσμίς) [δέσμη] μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» ένα μικρό μάτσο δυόσμο) νεοελλ. ανατ. «δεσμίδα νευρική» συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες… … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
ματσός — ο, θηλ. ματσή [μάτσο] οικονομημένος, εύπορος … Dictionary of Greek
πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] … Dictionary of Greek
σκουλ(λ)ί — το, Ν 1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο 2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι 3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο 4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται… … Dictionary of Greek
δέμα — το σύνολο πραγμάτων που είναι δεμένα μαζί, πακέτο, μπόγος, μάτσο: Με ειδοποίησαν να πάω να παραλάβω ένα δέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)