Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μάτσο

См. также в других словарях:

  • μάτσο — το 1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα») 2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή») 3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές») 3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» έχω αρκετά χρήματα β) «μάτσο μού τά στείλε …   Dictionary of Greek

  • μάτσο — το (λ. ιταλ.), δεσμίδα από όμοια πράγματα: Ένα μάτσο τριαντάφυλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματσώνομαι — [μάτσο] κερδίζω χρήματα, πλουτίζω …   Dictionary of Greek

  • ματσάκι — (I) το [μάτσο] (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν. και πληθ.) μικρό μάτσο, μικρή δέσμη («δώστε μου, παρακαλώ, ένα ματσάκι μαϊδανό»). (II) το [ματς (Ι)] πρόχειρα οργανωμένος αγώνας, ματς …   Dictionary of Greek

  • ασφαραγωνία — ἀσφαραγωνία, η (Α) στεφάνι ή μάτσο από σπαράγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφάραγος (II) (πρβλ. βρύωνία, μαδωνία, σκαμμωνία κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δεσμίδα — η (AM δεσμίς) [δέσμη] μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» ένα μικρό μάτσο δυόσμο) νεοελλ. ανατ. «δεσμίδα νευρική» συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • ματσός — ο, θηλ. ματσή [μάτσο] οικονομημένος, εύπορος …   Dictionary of Greek

  • πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σκουλ(λ)ί — το, Ν 1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο 2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι 3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο 4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται… …   Dictionary of Greek

  • δέμα — το σύνολο πραγμάτων που είναι δεμένα μαζί, πακέτο, μπόγος, μάτσο: Με ειδοποίησαν να πάω να παραλάβω ένα δέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»