Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μάσταξ

См. также в других словарях:

  • μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… …   Dictionary of Greek

  • μάσταξ — that with which one chews fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακα — μάσταξ that with which one chews fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακας — μάσταξ that with which one chews fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακες — μάσταξ that with which one chews fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακι — μάσταξ that with which one chews fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακος — μάσταξ that with which one chews fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακ' — μάστακα , μάσταξ that with which one chews fem acc sg μάστακι , μάσταξ that with which one chews fem dat sg μάστακε , μάσταξ that with which one chews fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stachelaale — Mastacembelus armatus Systematik Ctenosquamata Acanthomorpha …   Deutsch Wikipedia

  • μαστάζω — (Α) μασώ, τρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάσταξ «στόμα, σαγόνι» (πρβλ. βαστάζω, κλαστάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»