-
1 μάρτυρας
[мартирас] ουσ. а. свидетель, мученик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάρτυρας
-
2 свидетель
-я α. -ница, -ы θ.μάρτυρας•быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•
брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•
свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•
свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•
он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•
вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•
призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.
|| μτφ. θεατής•эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.
-
3 свидетель
-
4 лжесвидетель
ο ψευδό μάρτυς, ο ψευδο-μάρτυρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лжесвидетель
-
5 понятой
юр. о επίσημος μάρτυρας (σε έρευνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понятой
-
6 мученик
му́чени||км ὁ μάρτυρας, ὁ μάρτυς. -
7 свидетель
свидетел||ьм ὁ μάρτυρας, ὁ μάρτυς:\свидетель обвинения ὁ μάρτυς κατηγορίας· призывать в \свидетельи кого-л. ἐπικαλοῦμαι τήν μαρτυρία κάποιου. -
8 секундант
секундантм ὁ μάρτυρας [-υς]. -
9 страдалец
страда́||лецм ὁ μάρτυρας, ὁ βασανισμένος. -
10 фигурировать
фигурироватьнесов παρίσταμαι, φιγουράρω (присутствовать)! ὑπάρχω (в протоколе и т. п.):\фигурировать на суде в качестве свидетеля παρίσταμαι μάρτυρας στό δικαστήριο. -
11 свидетель
[σβιντιέτιλ'] ουσ. α. μάρτυρας -
12 секундант
[σικουνντάντ] ουσ. α μάρτυρας -
13 страдалец
[στραντάλιτς] συσ. α μάρτυρας, βασανισμένος -
14 свидетель
[σβιντιέτιλ'] ουσ α μάρτυρας -
15 секундант
[σικουνντάντ] ουσ α μάρτυρας -
16 страдалец
[στραντάλιτς] ουσ α μάρτυρας, βασανισμένος -
17 мученик
-а α.-ца, -ы θ.μάρτυρας•христианские -и οι χριστιανοί μάρτυρες.
-
18 невольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льнец, -ольны.1. αθέλητος, άθελος, ακούσιος, αβούλητος, απροαίρετος•-ая ошибка ακούσιο λάθος.
|| τυχαίος•невольный свидетель τυχαίος μάρτυρας (που παραβρέθηκε τυχαία).
|| αυθόρμητος, μηχανικός.2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός•-ал посадка αναγκαστική προσγείωση.
3. παλ. δούλος, ανελεύθερος, σκλάβος. -
19 очевидный
επ., -ден, -дна, -дноεμφανής, καταφανής, προφανής, φανερός, ολοφάνερος•-факт ολοφάνερη πράξη•
его право -дно το δίκιο του είναι ολοφάνερο•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας.
-
20 показать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•
показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•
-жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.
|| παρουσιάζω•показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.
|| προβάλλω•-новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.
2. παρασταίνω, απεικονίζω.3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,
4. εμφανίζω, φανερώνω•показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.
|| παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;
αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).5. αποδείχνω, καταδείχνω.6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.
εκφρ.показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).1. βλ. казаться.2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.3. αρέσκομαι, μου αρέσει.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — ο 1. αυτός που καταθέτει ό,τι είδε ή γνωρίζει μπροστά στο δικαστήριο: Δεν ήρθε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης. 2. ο παρών σε κάποιο γεγονός: Έγινε μάρτυρας ενός θανατηφόρου τροχαίου. 3. αυτός που διώχτηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρτυρας — μάρτυς witness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… … Dictionary of Greek
Αβδάς ή Αυδάς — Μάρτυρας της Εκκλησίας. Θανατώθηκε μαζί με τον μάρτυρα Σάββα στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (248 304 μ.Χ.). Ορισμένοι αγιολόγοι υποθέτουν ότι μαρτύρησε μαζί με τον μεγαλομάρτυρα Προκόπιο (8 Ιουλίου) … Dictionary of Greek
Αζάτ — Μάρτυρας της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με άλλους 1.150 χριστιανούς, επί Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, του οποίου ήταν υπηρέτης. Αργότερα όμως ο βασιλιάς μετάνιωσε για τον χαμό του υπηρέτη του και διάταξε να σταματήσουν οι διωγμοί κατά… … Dictionary of Greek
Βαραχήσιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού, γνωστός και με το όνομα Ιωνάς. Δολοφονήθηκε μαζί με άλλους, γιατί επισκέφθηκαν φυλακισμένους χριστιανούς. Ο Β. και οι συμμάρτυρές του τιμώνται από την εκκλησία στις 29 Μαρτίου … Dictionary of Greek
Βαράχος — Μάρτυρας γνωστός και με το όνομα Ιέρων. Μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού (284 305) με αποκεφαλισμό, μαζί με άλλους 32 μάρτυρες. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 7 Νοεμβρίου … Dictionary of Greek
Γοργόνιος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Ο Γ. ήταν συγκλητικός και όταν ο Μαξιμιανός έκαψε τους Δισμυρίους μάρτυρες, ήταν μεταξύ τους αλλά σώθηκε. Συνελήφθη όμως αργότερα με τους επίσης συγκλητικούς Πέτρο και Ίνδη και μαρτύρησε με πνιγμό στη θάλασσα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
May 7 (Eastern Orthodox liturgics) — May 6 Eastern Orthodox Church calendar May 8 All fixed commemorations below celebrated on May 20 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 References … Wikipedia