Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μάρσιπος

См. также в других словарях:

  • μάρσιπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • μάρσιπος — ο 1. δερμάτινος ή υφασμάτινος σάκος. 2. βαλίτσα, τσάντα. 3. μεγάλη πτυχή στην κοιλιά των θηλυκών καγκουρό για να μεταφέρουν τα νεογέννητα μικρά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρσίποις — μάρσιπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίποισι — μάρσιπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπου — μάρσιπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπους — μάρσιπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπων — μάρσιπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπῳ — μάρσιπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπον — μάρσιπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»