Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μάλλινος

См. также в других словарях:

  • μάλλινος — η, ο [μαλλί] κατασκευασμένος ή υφασμένος από μαλλί …   Dictionary of Greek

  • μάλλινος — η, ο φτιαγμένος από μαλλί: Το χειμώνα σκεπάζομαι με μάλλινη κουβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβδίον — ἀβδίον, το (Μ) βυζαντινό ένδυμα, πιθανώς μάλλινος επενδύτης χωρίς μανίκια, με λευκές και γκρίζες ρίγες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. αραβ. ‘abā’, πληθ. a ‘bi’a ή ‘abā’a, πληθ. āt (= μάλλινος επενδύτης χωρίς μανίκια)] …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • έρινος — (I) ο (AM ἔρινος) βοτ. 1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη 2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός μσν. το φυτό επιμήδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας]. (II) ἔρινος, η, ον (Μ) [έριον]… …   Dictionary of Greek

  • αλάς — Βλ. λ. άλατα. * * * ο 1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος 2. μάλλινος επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»] …   Dictionary of Greek

  • ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 …   Dictionary of Greek

  • ερεινούς — ἐρεινοῡς, ή, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από έριον, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού από το ειρίνεος και ερειούς] …   Dictionary of Greek

  • ερεούς — ἐρεοῡς ᾱ, oῡv (αντί ἐρέεος), και ἐρειοῡς, ᾱ, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από μαλλί, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερέεος, με συναίρεση (< έριον)] …   Dictionary of Greek

  • εριουργής — ἐριουργής, ές (Μ) ο κατασκευασμένος από μαλλί, ο μάλλινος («ἐριουργεῑς στολάς», Κίνναμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ουργής (< έργον)] …   Dictionary of Greek

  • εριούχος — ο 1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος 2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχο ύφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»