-
1 μάλλινος
[маллинос] εκ. шерстяной.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάλλινος
-
2 шерстяной
-
3 шерстяной
шерст||янойприл μάλλινος, ἐριοῦχος:\шерстянойяная ткань τό μάλλινο ὑφασμα· \шерстянойяиа́я промышленность ἡ ἐριουργία. -
4 шерстяной
[συρστινόΐ] εκ. μάλλινος -
5 шерстяной
[συρστινόϊ] επ μάλλινος -
6 власяной
επ.παλ. μάλλινος. -
7 волосяной
επ.τρίχινος• μάλλινος•волосяной матрац μάλλινο στρώμα, μαλλινοστρωμνή•
волосяной покров τρίχινο κάλυμμα.
-
8 шёрстный
επ.1. μάλλινος.2. αποδοτικός σε μαλλί, εριοφόρος. -
9 шерстяной
επ.μάλλινος•-ая ткань μάλλινο ύφασμα•
-ая ниткэ μάλλινη κλωστή•
-ая пряжа μάλλινο νήμα.
|| τριχωτός•шерстяной покров животных το τρίχωμα των ζώων.
εκφρ.- ая промышленность – βιομηχανία ερ ιουργίας.
См. также в других словарях:
μάλλινος — η, ο [μαλλί] κατασκευασμένος ή υφασμένος από μαλλί … Dictionary of Greek
μάλλινος — η, ο φτιαγμένος από μαλλί: Το χειμώνα σκεπάζομαι με μάλλινη κουβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβδίον — ἀβδίον, το (Μ) βυζαντινό ένδυμα, πιθανώς μάλλινος επενδύτης χωρίς μανίκια, με λευκές και γκρίζες ρίγες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. αραβ. ‘abā’, πληθ. a ‘bi’a ή ‘abā’a, πληθ. āt (= μάλλινος επενδύτης χωρίς μανίκια)] … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
έρινος — (I) ο (AM ἔρινος) βοτ. 1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη 2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός μσν. το φυτό επιμήδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας]. (II) ἔρινος, η, ον (Μ) [έριον]… … Dictionary of Greek
αλάς — Βλ. λ. άλατα. * * * ο 1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος 2. μάλλινος επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»] … Dictionary of Greek
ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ερεινούς — ἐρεινοῡς, ή, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από έριον, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού από το ειρίνεος και ερειούς] … Dictionary of Greek
ερεούς — ἐρεοῡς ᾱ, oῡv (αντί ἐρέεος), και ἐρειοῡς, ᾱ, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από μαλλί, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερέεος, με συναίρεση (< έριον)] … Dictionary of Greek
εριουργής — ἐριουργής, ές (Μ) ο κατασκευασμένος από μαλλί, ο μάλλινος («ἐριουργεῑς στολάς», Κίνναμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ουργής (< έργον)] … Dictionary of Greek
εριούχος — ο 1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος 2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχο ύφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη] … Dictionary of Greek