Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μάκ-της

См. также в других словарях:

  • Μακ Κίνλεϊ — (McKinley). Οροσειρά (6.096 μ.) της Αλάσκας, στην οποία βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή της Βόρειας Αμερικής. Η περιοχή έχει σχεδόν πολικό κλίμα και περιβάλλεται από απέραντους παγετώνες οι οποίοι κατατάσσονται ανάμεσα στους σημαντικότερους του… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κάρτνεϊ, Πολ — (Sir James Paul McCartney, Λίβερπουλ 1942 –). Άγγλος μουσικός και συνθέτης. Ο Μ.Κ., ο πιο επιτυχημένος στην προσωπική του καριέρα από τα τέσσερα μέλη των Beatles, γνώρισε τον Τζον Λένον (βλ. λ.) το 1957 και μετά από μια περίοδο αναζητήσεων… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Άρθουρ, Ντάγκλας Άρθουρ — (Douglas Arthur MαcArthur, Λιτλ Ροκ, Αρκάνσας 1880 – Ουάσινγκτον 1964). Αμερικανός στρατηγός. Το 1941 διορίστηκε διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Άπω Ανατολή, αξίωμα που διατήρησε και μετά την κήρυξη του πολέμου κατά της Ιαπωνίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κιμ, Τσαρλς Φόλεν — (Charles Follen McΚim, Πενσιλβάνια 1847 – Λονγκ Άιλαντ 1909). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Σπούδασε στην επιστημονική σχολή του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και αργότερα στην Ευρώπη· το 1867 παρακολούθησε μάλιστα τα μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών του… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κίνλεϊ, Γουίλιαμ — (William MacKinley, Νάιλς, Οχάιο 1843 – Μπάφαλο 1901). Αμερικανός πολιτικός, 25ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1897 1901). Πολέμησε ως εθελοντής στον εμφύλιο πόλεμο και στη συνέχεια σπούδασε νομικά. Το 1877 εξελέγη μέλος του Κογκρέσου ως αντιπρόσωπος του… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Άνταμ, Τζον Λούντον — (John Loudon McAdam, Άιαρ 1756 – Μόφατ, Νταμφρισάιρ 1836). Σκοτσέζος μηχανικός, γενικός επιθεωρητής των οδών της Αγγλίας. Επινόησε το σκυρόδετο οδόστρωμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 1820. Η ονομασία Μακ Άνταμ, στα έργα οδοποιίας,… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Μαόν, Μαρί Εντμέ Πατρίς Μορίς — (Marie Edme Patrice Maurice MacMahon, Σιλί 1808 – Σατό ντε Λα Φορέ, Λουάρ 1893). Γάλλος στρατάρχης και πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλίας (1873 79). Πέρασε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στην Αλγερία, αλλά το 1855 τοποθετήθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κλίντοκ, Μπάρμπαρα — (Barbara McClintock, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1902 – 1992). Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κάλερς, Κάρσον — (Carson McCullers, Κολόμπους, Τζόρτζια 1917 – 1967). Αμερικανίδα συγγραφέας. Άρχισε τη λογοτεχνική της σταδιοδρομία αρκετά νέα, δημοσιεύοντας διηγήματα σε ένα περιοδικό. Το πρώτο της μυθιστόρημα –που τοποθετείται σε μια κωμόπολη του Νότου– Η… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κλέλαν, Τζορτζ Μπρίντον — (George Brinton MacClellan, Φιλαδέλφεια 1826 – Όραντζ, Νιου Τζέρσεϊ 1885). Στρατηγός και πολιτικός των ΗΠΑ. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Γουέστ Πόιντ και το 1848 έγινε υπολοχαγός. Το 1852, στον πόλεμο του Μεξικού, προβιβάστηκε σε λοχαγό. Το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»