-
1 μαγάρα
η1) грязь; навоз; нечистоты; 2) перен. дерьмо (о человеке); 3) бран. проститутка; 4) магия, колдовство -
2 μέγαρον
μέγαρον, τό, 1) Gemach, Saal; in der Od. der große Versammlungs- und Speisesaal der Männer, welcher das Hauptzimmer des Hauses war, aber auch der Arbeitssaal der Mägde, Od. 18, 198. 19, 60. 21, 382; im plur. 2, 94. 19, 30; das Schlafgemach, 11, 374; übh. Zimmer, u. bes. im plur. das ganze Haus, bes. das größere der Fürsten, Schloß, Palast, wie Ath. V, 193 d bemerkt: τῶν ἡρωικῶν οἴκων τοὺς μείζονας Ὅμηρος μέγαρα καλεῖ; so in der Od. überall, ἐν μεγάροις, im Hause, daheim, mit dem Nebenbegriff friedlicher Ruhe im Ggstz des Krieges; auch im Ggstz von ἐπ' ἀγροῦ, Od. 22, 47. So bei Pind. auch im sing., ἦλϑον Πελία μέγαρον, P. 4, 134, vgl. 280. – 2) τὰ μέγαρα oder μάγαρα waren in Athen unterirdische Wohnungen, welche man an einem Tage des Thesmophorienfestes der Demeter u. Persephone zu Ehren bau'te, u. in welche die jungen Ferkel, μυστηριακά od. μυσ τικὰ χοιρία, Ar. Ach. 747. 764, hineingelassen wurden; vgl. Paus. 9, 8, 1 u. s. μεγαρίζω, auch Lob. Aglaoph. p. 829. – Im Tempel zu Delphi hieß μέγαρον, auch μάγαρον, der heilige Raum, in welchem die Fragenden die Antwort des Orakels empfingen, Her. 1, 47. 65. Auch bei anderen Tempeln der innerste Raum, das Allerheiligste, was sonst ἄδυτον, ἀνάκτορον heißt, Her. 2, 141. 143. 169. 5, 77, überall im sing. Vgl. aedes.
-
3 поганка
-и θ.1. μανιτάρι μη φαγώσιμο (δηλητηριώδες).2. είδος κόλυμβου (μη φαγώσιμου λόγω άσχημης μυρουδιάς).3. βρωμογύναικα, παλιογυναίκα, πρόστυχη, μαγάρα. -
4 μέγαρον
μέγαρον, τό, (1) Gemach, Saal; der große Versammlungs- und Speisesaal der Männer, welcher das Hauptzimmer des Hauses war, aber auch der Arbeitssaal der Mägde; das Schlafgemach; übh. Zimmer, u. bes. im plur. das ganze Haus, bes. das größere der Fürsten, Schloß, Palast; ἐν μεγάροις, im Hause, daheim, mit dem Nebenbegriff friedlicher Ruhe im Ggstz des Krieges. (2) τὰ μέγαρα oder μάγαρα waren in Athen unterirdische Wohnungen, welche man an einem Tage des Thesmophorienfestes der Demeter u. Persephone zu Ehren baute, u. in welche die jungen Ferkel hineingelassen wurden. Im Tempel zu Delphi hieß μέγαρον, auch μάγαρον, der heilige Raum, in welchem die Fragenden die Antwort des Orakels empfingen. Auch bei anderen Tempeln der innerste Raum, das Allerheiligste
См. также в других словарях:
μαγάρα — η 1. ακαθαρσία, βρομιά: Καθάρισα την αυλή από τις μαγάρες. 2. μτφ., άνθρωπος αχρείος: Είναι αυτός μια μαγάρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγάρα — η 1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά 2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου 3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος 4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)] … Dictionary of Greek
άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… … Dictionary of Greek
μέγαρον — και μάγαρον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ μέγαρα και μάγαρα υπόγεια σπήλαια, ιερά τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια σε μια ορισμένη ημέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων («καὶ ἐς τὰ μέγαρα καλούμενα ἀφιᾱσιν ὗς τῶν… … Dictionary of Greek
χούφτα — η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού νεοελλ. 1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι») 2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι») 3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek