-
1 λυτο
-
2 αγων
- ῶνος ὅ1) собраниеθεῖος ἀ. Hom. — собрание богов (ср. 2)
2) место сбораνεῶν ἐν ἀγῶνι Hom. — в месте стоянки флота3) собрание зрителей ( на общественных состязаниях)λῦτο ἀ. Hom. — собрание окончилось
4) место для общественных состязаний, арена, стадионκαλὸν εὔρυναν ἀγῶνα Hom. — они устроили прекрасную и широкую арену;
ἐν τῷ ἀγῶνι Thuc. — на стадионе5) публичное состязание, общественные игры(ὅ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀ. Her., Ὀλυμπίας ἀ. Pind. и ὅ Ὀλυμπικὸς ἀ. Arph.; ἀ. λόγων Plat.)
ἱππικοὴ καὴ γυμνικοὴ καὴ χορηγικοὴ ἀγῶνες Xen. — конные, гимнастические и хорегические состязания;ἀ. στεφανηφόρος Her. и στεφανίτης Arst. — состязание, победитель которого награждался венком;ἀ. μονομάχων Plut. — единоборство6) борьба, бой, сражение(τινος Soph. и περί τινος Soph., Eur.; στρατιωτικοὴ ἀγῶνες Plut.)
τὸν ἀγῶνα ἐν τῷκόλπῳ ποιεῖσθαι Thuc. — завязать сражение в заливе7) борьба мнений, спорπροκέεται ἀ. Her. — предстоит (решить) вопрос;
κἀν τῷδ΄ ἀ. μέγιστος Eur. — в этом весь вопрос;οὐ περὴ τῆς ἀδικίας ἡμῖν ὅ ἀ. Thuc. — не об обиде идет у нас спор;8) критический момент, опасностьού λόγων ἐθ΄ ἁγών (in crasi = ὅ ἀ.) Eur. — не время говорить;
ἀ. πρόφασιν οὐ δέχεται Arph. — теперь не до уверток9) судебный процесс, тяжба(ἀ. ἄπορος Lys.)
εἰς ἀγῶνα καθιστάναι τινά Plat. — привлекать кого-л. к судебной ответственности10) усилие, стараниеἐμοὴ τέν ἀληθηΐην ἀσκέειν ἀ. μέγιστός ἐστι Her. — моя величайшая забота - быть правдивым
См. также в других словарях:
λῦτο — λύω luo aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύτο — λύω luo aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῦτ' — λῦτο , λύω luo aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
электроли́ты — ов, мн. (ед. электролит, а, м.). Химические вещества и системы, в которых прохождение электрического тока осуществляется за счет движения ионов. Электролит аккумулятора. [От греч. ’ηλεκτρον янтарь и λυτος разложимый, растворимый] … Малый академический словарь
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λυσιχίτων — λυσιχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιο χίτων, χαλκο χίτων] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek