-
1 λυσιχίτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιχίτων
См. также в других словарях:
λυσιχίτων — λυσιχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιο χίτων, χαλκο χίτων] … Dictionary of Greek