-
1 λῡσί-γαμος
λῡσί-γαμος, ἀγγελίαι od. ἀμβολίαι, die Ehe auflösend, Agath. 3 (V, 302).
-
2 λῡσίγαμος
λῡσί-γαμος, ἀγγελίαι od. ἀμβολίαι, die Ehe auflösend
См. также в других словарях:
λυσίγαμος — λυσίγαμος, ον (Α) αυτός που διαλύει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό γαμος, μελλό γαμος] … Dictionary of Greek