-
1 λυσιτόκος
λῡσῐ-τόκος, ον,II [voice] Pass. [full] λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιτόκος
-
2 λῡσίτοκος
λῡσί-τοκος, die Geburt lösend, davon befreiend ϑέαινα; ϑάλαμοι, von den Hühnereiern -
3 λυσιτόκων
λυσιτόκοςloosing the pains of child-birth: masc /fem /neut gen pl -
4 λῡσί-κομος
λῡσί-κομος, = λυσίϑριξ, Sp. Bei Opp. Cyn. 3, 128 v. l. für λυσίτοκος.
-
5 λυσιτόκω
-
6 λυσιτόκῳ
См. также в других словарях:
λυσιτόκος — λυσιτόκος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες τού τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουρο τόκος, πρωτο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
λυσίτοκος — λυσίτοκος, ον (Α) αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί τοκος, νεό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
λυσιτόκων — λυσιτόκος loosing the pains of child birth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιτόκῳ — λυσιτόκος loosing the pains of child birth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
ετοιμοφθόρος — ἑτοιμοφθόρος, ον (Α) (με ενεργ σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη,… … Dictionary of Greek