Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λῡπητικός

См. также в других словарях:

  • λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… …   Dictionary of Greek

  • λυπητικός — feeling pain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικά — λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc pl λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc/acc dual λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικόν — λυπητικός feeling pain masc acc sg λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητική — λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικά — και λυπητικῶς (Μ) επίρρ. βλ. λυπητικός …   Dictionary of Greek

  • λυπητικάτος — η, ο (Μ λυπητικάτος, η, ον) [λυπητικός] λυπητερός …   Dictionary of Greek

  • ՏՐՏՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0899 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c, 12c ա. λυπητικός, λυπηρός, περίλυπος dolorosus, dolorificus, tristis, molestiam adferens. Ուր կայցէ տրտմութիւն ինչ, կամ տրտմեցուցիչ. տրտմալի. վշտալից. տրտմագին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»