-
1 λῡμαίνω
λῡμαίνω, reinigen, erst Sp., wie Liban. or. IV, 350, 19, τὰ λυμήναντα τοῖς πράγμασιν. Gew. med. λυμαίνομαι, 1) sich reinigen, Hesych., vgl. ἀπολυμαίνομαι. – 2) Einen schimpflich, schändlich, wie einen Verworfenen ( λῦμα) behandeln, verhöhnen, mißhandeln, u. gew. übh. schaden, beschädigen, verletzen, zerstören; c. acc., ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται, der Zorn, der dir immer schadet, Soph. O. C. 859; ὃς λέχη λυμαίνεται, Eur. Bacch. 354; ἅλις λύμης ἣν ἐλυμήνω πάρος, Mel. 1105; τοιαῦτα Σοφοκλῆς λυμαίνεται ἐμέ, so beschimpft er mich, Ar. Av. 100; γλῶτταν, Equ. 1281; oft bei Her., λύμῃσι λυμαίνεσϑαι, 6, 12, τἄλλα πάντα, 3, 16, τὴν ἵππον ἀνηκέστως, 8, 28; Thuc. 5, 103; Lys. 13, 64 ( Plat. hat das Wort nicht); λελυμασμένος καὶ ἐφϑαρκὼς τὴν πόλεως εὐδαιμονίαν, Din. 1, 64; ὡς λελυμασμένοι εἰσὶ τὰ δῶρα, Dem. 59, 89; ᾡ λυμαινόμεϑα τὴν πρᾶξιν, Xen. An. 1, 3, 16; γαστέρα, Mem. 1, 3, 6, öfter; ὅσα λυμανεῖται πάντα, neben χεῖρον ἔχειν τὰ κοινὰ ποιήσει, Dem. 24, 1, wie ἐλυμήνατο τὰ πράγματα 19, 17; Sp., wie Pol. τὴν χάριτά τινος, 18, 26, 4, καὶ φϑείρειν, 14, 15, 8. – Auch pass., περὶ αὐτοῦ δεδεμένου καὶ λυμαινομένου, Antiph. 5, 63, u. Aesch. χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανϑὲν δέμας, Ch. 288; οὔτε κατασήπεται, οὔτε λυμαίνεται, Xen. Cyr. 8, 2, 22; ὑπὸ τοιούτων λυμαίνεσϑαι, Lys. 28, 14; λελύμασμαι ist pass. Paus. 10, 15, 3, s. oben. – Auch mit dem dat., τοῖς μειρακίοις, Ar. Nubb. 916, wo der Schol. diese Construction vorzieht; νεκρῷ, Her. 9, 79; Xen. Hell. 2, 3, 26. 7, 5, 18; τοῖς κοινοῖς, Isocr. 3, 18.
-
2 λῡμαίνω
λῡμαίνω, reinigen, (1) sich reinigen. (2) einen schimpflich, schändlich, wie einen Verworfenen ( λῦμα) behandeln, verhöhnen, mißhandeln, u. gew. übh. schaden, beschädigen, verletzen, zerstören; c. acc., ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται, der Zorn, der dir immer schadet; τοιαῦτα Σοφοκλῆς λυμαίνεται ἐμέ, so beschimpft er mich
См. также в других словарях:
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek
λυμάντωρ — λυμάντωρ, ορος, ὁ (Α) [λυμαίνω] λυμαντήρ* … Dictionary of Greek
λυμαίνομαι — (I) λυμαίνομαι (Α) [λύμα (I)] καθαρίζω κάτι από λύμα, από βρομιά, αφαιρώ τον ρύπο, κάνω κάτι καθαρό («πολλοὺς οἶδα ἰητρούς, οἳ πολλὰ ἤδη ἐλυμήναντο», Ιπποκρ.). (II) (AM λυμαίνομαι) βλ. λυμαίνω … Dictionary of Greek
λυμαντήρ — λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A) [λυμαίνω] αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας … Dictionary of Greek
λυμαντής — λυμαντής, ὁ (Α) [λυμαίνω] ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.) … Dictionary of Greek
λύμανσις — λύμανσις, ἡ (Μ) [λυμαίνω] φθορά … Dictionary of Greek
λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… … Dictionary of Greek
ԺԱՆՏԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0833 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c ն. λυμαίνω, ομαι, διαμυμένω devasto, corrumpo, lue conficio, violo, perdo Ապականել. եղծանել. խանգարել. կորուսանել. աւրել, խանկրել. *Որ զանձն իւր ոչ բժշկէ ʼի գործս իւր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0974 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 14c ն. βοθύνω profundum facio, in profundum mergo κατορύττω defodio. Խոր առնել. խորացուցանել. ʼի խորս իջուցանել. խորունկցընիլ, փոսել. ... *Փորեաց եւ խորեաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)