-
1 Λυκουργος
эп. Λῠκόοργος и Λῠκόεργος ὅ Ликург1) сын Дрианта, царь племени эдонян во Фракии Hom.2) царь Аркадии Hom.3) сын царя Эвнома, спартанский законодатель IX в. до н.э. Her., Xen., Plut.4) афинский оратор, друг Демосфена, автор речи Λόγος κατὰ Λεωκράτους; умер ок. 328 г. до н.э. -
2 Λυκούργος
-
3 Λυκοῦργος
-
4 Λυκούργω
Λυκοῦργοςmasc nom /voc /acc dualΛυκοῦργοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Λυκοῦργοςmasc dat sg -
5 Λυκοόργοιο
Λυκοῦργοςmasc gen sg (epic) -
6 Λυκοόργου
Λυκοῦργοςmasc gen sg -
7 Λυκούργου
Λυκοῦργοςmasc gen sg -
8 Λυκούργοις
Λυκοῦργοςmasc dat pl -
9 Λυκούργους
Λυκοῦργοςmasc acc pl -
10 Λυκούργων
Λυκοῦργοςmasc gen pl -
11 Λυκόοργε
Λυκοῦργοςmasc voc sg -
12 Λυκόοργον
Λυκοῦργοςmasc acc sg -
13 Λυκόοργος
Λυκοῦργοςmasc nom sg -
14 Λυκοεργος
-
15 Λυκοοργος
-
16 δόκιμος
δόκιμος, ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῠργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαϑὸς δοκίμως γενέσϑαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.
-
17 μετα-λαγχάνω
μετα-λαγχάνω (s. λαγχάνω), 1) durch das Loas, das Schicksal einen Theil wovon bekommen, erhalten, μετέλαχες τύχας Οἰδιπόδα μέρος, Eur. Suppl. 1077; gew. c. gen., Plat. Rep. IV, 429 a u. sonst, auch Gorg. i. A., von Tim. lex. falsch ἀφυστερεῖν, ἀποτυγχάνειν τοῦ κλήρου erkl.; ὅσα δένδρα κάλλους μετείληχεν, Luc. Amor. 12. – 2) auch trans., einen Antheil wovon geben, zugestehen, Λυκοῦργος τοῖς ἐμμείνασι πολιτείας μεταλαγχάνει, Ael. V. H. 12, 43; vgl. Plut. Aristid. 6.
-
18 μονο-κρήπῑς
μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 ( Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
-
19 οὐλαμός
οὐλαμός, ὁ (mit εἴλη, εἴλλω, οὖλος zusammenhangend, vgl. Buttm. Lexil. II p. 159), ein Kriegshaufe, eine Schaar Krieger, bes. im Schlachtgelmmel; Hom. vrbdt stets οὐλαμὸς ἀνδρῶν, das Gewühl der Streitenden, Il. 4, 251. 273. 20, 113. 379 (Od. gar nicht); Nic. Th. 61) auch von einem Bienenschwarm, μελισσαῖος οὐλ. – Später ein Reitergeschwader, eine gewisse Anzahl Reiter, Pol. 6, 28, 3 u. öfter; Plut. Pomp. 71, der Lycurg. 23 berichtet εἶναι τὸν οὐλαμόν, ὡς Λυκοῦργος συνέστησεν, ἱππέων πεντήκοντα τὸ πλῆϑος ἐν τετραγώνῳ σχήματι τεταγμένων.
-
20 ἀναγκάζω
ἀναγκάζω ( plusqpf. ἠναγκάκειν, Dem. 33, 28), nöthigen, zwingen, von Soph. an bei den Attikern häufig; auch Her., ἠναγκάζοντο 5, 101; ἀναγκαζόμενος, dem ἑκών entgegengesetzt, Plat. Rep. II, 370 c, wie dem δι' ἑαυτόν Dem. 19, 157; ἡ πόλις ἀναγκάζει τοὺς νόμους μανϑάνειν, der Staat nöthigt, die Gesetze zu lernen, Plat. Prot. 326 c; ὁ σοφιστὴς ἠνάγκαζεν ἡμᾶς ὁμολογεῖν, zwang uns, ihm beizustimmen, Soph. 240 c; Soph. ἀναγκάζεις ἐμὲ τάδε, du zwingst mich dazu, Phil. 1352, wie Plat. Rep. V, 473 a; τὰ κάκιστα ἀναγκάζοντες Xen. Mem. 4, 5, 5; μὴ ἀναγκάζειν πόλιν Ἑλληνίδα ὅ τι μὴ αὐτοὶ ἐϑέλοντες διδοῖεν An. 5, 10, 6; auch der bloße acc. der Sache, ὅ τι δ' ἂν τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἀναγκάζῃ, wozu die Sache selbst nöthigt, Dem. 18, 4 (aber ἀναγκάζειν τὰ ἀφροδίσια Xen. Mem. 2, 1, 30, gegen die Natur erzwingen); pass., πρὶν ὑπὸ σοῦ τι μεῖζον ἀναγκασϑῆναι Plat. Phaedr. 242 a; δεινὰ καὶ παράνομα ἀναγκαζομένω 254 a. Dieser Zwang kann auch ein gesetzlicher sein, Xen. Lac. 10, 4 Λυκοῠργος ἠνάγκαζε δημοσίᾳ πάντας ἀσκεῖν; oder durch Vernunftgründe nöthigen, überzeugen, beweisen, im Gegensatz von πείϑειν, Plat. Gorg. 472 b; τούτῳ αὐτῷ ἀναγκάζομεν μὴ εἶναι ψευδῆ δόξαν Theaet. 196 b, wir beweisen hiermit eben, daß; behaupten, als erwiesen annehmen, μὴ ἀνάγκαζε, ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι Conv. 202 a; ἀπίϑανος ἂν εἴη ὁ ἄγνωστα αὐτὰ εἶναι ἀναγκάζων Parm. 133 c. Bei Dichtern auch ängstigen, peinigen, δεινοῖς ἀναγκἀζεσϑαι Soph. El. 214.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λυκοῦργος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκούργος — I Σπαρτιάτης νομοθέτης, η ζωή του οποίου πιθανότατα ανάγεται στη σφαίρα του μύθου. Οι αρχαίοι συγγραφείς τού απέδιδαν τη νομοθεσία της αρχαίας Σπάρτης, έργο το οποίο ασφαλώς απασχόλησε πολλά άτομα και για σημαντικό χρονικό διάστημα. Οι… … Dictionary of Greek
Καλλέργης, Λυκούργος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1914 –).Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος του σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη (βλ. λ.), σπούδασε στη δραματική σχολή των Καρόλου Κουν Διονύση Δεβάρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1934,… … Dictionary of Greek
Λογοθέτης, Λυκούργος — (Καρλόβασι Σάμου 1772 – Αθήνα 1850). Αγωνιστής του 1821, Φιλικός, πολιτικός και στρατιωτικός. Γραμματέας των ηγεμόνων της Βλαχίας, κατέλαβε το αξίωμα του λογοθέτη, στο οποίο οφείλει το επώνυμό του. Το όνομα Λυκούργος είναι ψευδώνυμο το οποίο… … Dictionary of Greek
Κογεβίνας, Λυκούργος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1940). Ζωγράφος και χαράκτης. Στη ζωγραφική μυήθηκε από τον Γ. Σαμαρτζή και παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Σπούδασε, ακόμη, στις Ακαδημίες Γκραντ Σομιέρ και Ζιλιάν στο Παρίσι, όπου… … Dictionary of Greek
Κρεστενίτης, Λυκούργος — (Πύργος Ηλείας 1793 – 1873). Πολιτικός. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Ζάκυνθο και τις ολοκλήρωσε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε με ζήλο για τη διάδοση των ιδεών της στην περιοχή της Ηλείας. Στη διάρκεια … Dictionary of Greek
Λυκούργω — Λυκοῦργος masc nom/voc/acc dual Λυκοῦργος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ликург афинский государственный деятель — (Λυκοΰργος) афинский государственный деятель и оратор, сын Ликофрона, из древнего рода Бутадов, в течение 12 лет управлял финансами Афин (338 326); умер, кажется, вскоре по окончании управления. Его заслуги по вооружению и украшению города… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ликург в мифологии — (Λυκοΰργος) сын Дриаса или Ареса, царь эдонов во Фракии. Когда Дионис с нимфами справлял вакханалии в лесистых горах Низы, Л. прогнал их с бичом в руках. Менады в страхе разбежались, Дионис спасся скачком в море, в руки Фетиды. Л. наказан был… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ликург древнегреческий законодатель — (Λυκοΰργος). Политическое устройство, господствовавшее в Спарте в течение нескольких веков, древние писатели единогласно приписывают законодателю Л., но относительно жизни и деятельности его сообщают самые разноречивые сведения. Все сходятся в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ликург, законодатель — (Λυκοΰργος). Политическое устройство, господствовавшее в Спарте в течение нескольких веков, древние писатели единогласно приписывают законодателю Л., но относительно жизни и деятельности его сообщают самые разноречивые сведения. Все сходятся в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона