-
1 ΛΊΠος
ΛΊΠος, τό, Fett, Fettigkeit, sowohl thierisches, Schmalz, Talg, χηνὸς λίπη ἁλιστά, Pallad. 21 (IX, 377), Theophr., als vegetabilisches Oel, Soph. fr. 464; auch Salböl, ἀλοιφαῖον, Lycophr. 579 u. a. Sp. – Λ. αἵματος, Aesch. Ag. 1403 (Dindorf verm. λίβος), wie Soph. Ant. 1009, von frischem Blut eines Getödteten. – Obwohl ι kurz ist, wie in allen Compp., findet sich doch bei den Gramm. λῖπος geschrieben, Drac. p. 62, 16; E. M. p. 566, 40; vgl. Gramm. bei Herm. de emend. Gr. gr. rat. p. 429.
-
2 λιπος
1) жир, сало(χηνὸς λίπη Anth.)
; масло(ἐλαίης Soph.)
2) плотность, густотаαἵματος λ. Aesch., Soph. — густая кровь
-
3 λίπος
λίποςanimal fat: neut nom /voc /acc sg -
4 λίπος
A animal fat, lard, tallow, Arist.Long. 467a3, cf. Pr. 935b20: pl.,χηνὸς λίπη AP9.377.8
(Pall.); βεβρῶτες αἵματος λ. gorged with fat and blood, S.Ant. 1022; but λ. αἵματος a fleck of blood, A.Ag. 1428 (lyr., λίβος Casaub.); of vegetable oil,λ. ἐλαίας S.Fr. 398
, cf. Thphr.HP3.18.3, 8.7.3, Call.Ap.39. (Cf. λίπα, λιπαρός, λιπάω, λιπαίνω, Skt. lip- 'anoint', Lith. lipti 'stick'.) -
5 λίπος
-
6 λίπος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίπος
-
7 λίπος
τό1) жир, сало;φυτικά (ορυκτά) λίπη — растительные (минеральные) жиры;
τό λίπος των ζώων — животный жир;
τα λίπη — жиры;
2) смазка, смазочный материал -
8 λίπος
[липос] ουσ. о. жирΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίπος
-
9 λίπος
[липос] ουσ ο жир. -
10 λίπος
el greix -
11 λίπος
1) épais2) graisse3) gras4) gros -
12 λίπος
1) gruby przym.2) okrasa (f) rzecz.3) sadło (n) rzecz.4) smalec (m) rzecz.5) tłusty przym.6) tłuszcz (m) rzecz.7) tłuszczowy przym. -
13 λίπος
1) mastnota2) mastný3) omezený4) sádlo5) tlustý6) tučný7) tuk -
14 λίπος
fatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λίπος
-
15 λίπει
λίποςanimal fat: neut nom /voc /acc dual (attic epic)λίπεϊ, λίποςanimal fat: neut dat sg (epic ionic)λίποςanimal fat: neut dat sgλιπάωto be sleek: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)λιπάωto be sleek: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
16 λίπη
λίποςanimal fat: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)λίποςanimal fat: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)λίπτομαιto be eager: aor ind mp 3rd sg (homeric ionic)λιπάωto be sleek: pres imperat act 2nd sg (doric)λιπάωto be sleek: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)——————λείπωleave: aor subj mp 2nd sgλείπωleave: aor subj act 3rd sg -
17 λίπεος
λίποςanimal fat: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
18 λίπευς
λίποςanimal fat: neut gen sg (epic doric ionic) -
19 λίπους
λίποςanimal fat: neut gen sg (attic epic doric) -
20 салить
ρ.δ. μ, λιπαίνω, αλείφω με λίπος. || λερώνω με λίπος. || χτυπώ, κλοτσώ παίζοντας.λιπαίνομαι, αλείφομαι με λίπος. || λερώνομαι με λίπος, λιγδώνομαι.
См. также в других словарях:
λίπος — animal fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… … Dictionary of Greek
λίπος — το ους 1. παχύρρευστη ουσία που υπάρχει κάτω από το δέρμα, το πάχος, το ξίγκι: Το χοιρινό κρέας έχει πολύ λίπος. 2. κάθε παρόμοια ουσία: Τα φυτικά λίπη είναι πιο υγιεινά από τα ζωικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίπος ή λιπώδης ιστός — Ένας από τους ιστούς που συνιστούν τον οργανισμό. Διαμοιράζεται στον υποδόριο ιστό και συσσωρεύεται κυρίως σε ορισμένες περιοχές του σώματος, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την ατομική κατασκευή, ενώ απουσιάζει από άλλες. Συμβάλλει αισθητά… … Dictionary of Greek
λίπει — λίπος animal fat neut nom/voc/acc dual (attic epic) λίπεϊ , λίπος animal fat neut dat sg (epic ionic) λίπος animal fat neut dat sg λιπάω to be sleek pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπη — λίπος animal fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λίπος animal fat neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λίπτομαι to be eager aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) λιπάω to be sleek pres imperat act 2nd sg (doric) λιπάω to be sleek pres imperat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπεος — λίπος animal fat neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπευς — λίπος animal fat neut gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπους — λίπος animal fat neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλπη — ὄλπη και ὄλπις, ιος και ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α) 1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα 2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων 3. λαγήνι, κανάτι κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek